Το παράδειγμα της Ιρλανδίας μελετά η ΔιαΝΕΟσις, τη δεύτερη χώρα της ΕΕ που μπήκε σε μνημόνιο, μόλις λίγους μήνες μετά την Ελλάδα, αλλά πλέον προσελκύει κατά μέσο όρο 230 νέες ξένες επενδύσεις κάθε χρόνο, δημιουργώντας 10.000 θέσεις εργασίας.
Ειδικότερα, δύο ερευνητές της διαΝΕΟσις, οι δημοσιογράφοι Μιχάλης Μητσός και Οντίν Λιναρδάτου, επισκέφθηκαν την Ιρλανδία, όπου μίλησαν με στελέχη των επιχειρήσεων, συζήτησαν με κυβερνητικούς παράγοντες, πανεπιστημιακούς και αναλυτές για να καταλήξουν σε μια έρευνα με χρήσιμα συμπεράσματα τόσο για την Ελλάδα του σήμερα όσο και για την αυριανή κυβέρνηση.
Σήμερα, 1.400 εταιρείες άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν την έδρα τους στην Ιρλανδία, απασχολώντας 229.057 εργαζομένους, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒ οι αξιοσημείωτες ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (μεσαίου και μεγάλου μεγέθους) είναι 145.
Ένα βασικό σημείο προστριβών είναι οι εργασιακές σχέσεις και η διαδεδομένη αριστερή αντίληψη ότι οι επιχειρήσεις που επενδύουν επιζητούν ξήλωμά τους.
Όπως σημειώνει η έρευνα, οι 1.400 πολυεθνικές εταιρείες που εδρεύουν σήμερα στην Ιρλανδία είναι διαμοιρασμένες σε όλο το νησί και συνεισφέρουν κατά 70% στις εξαγωγές, ενώ χρησιμοποιούν την Ιρλανδία ως βάση για να εξάγουν τα προϊόντα τους σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις, αν έχουν καταστεί πιο χαλαρές και αν είναι πιο εύκολες οι απολύσεις, στελέχη που ρωτήθηκαν από τους ερευνητές τονίζουν ότι «μόνο για τον πρώτο χρόνο εργασίας ο νόμος ευνοεί τον εργοδότη».
«Μετά, οι εργαζόμενοι αποκτούν μεγαλύτερα δικαιώματα που αυξάνονται με τα χρόνια και είναι παρόμοια με αυτά που συναντά κανείς στη Βρετανία. Οι εργατικοί μας νόμοι είναι σχεδόν ίδιοι με αυτούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Ξέρετε, αν οι εργαζόμενοι ένιωθαν πως δεν έχουν δίκαιη και σωστή μεταχείριση από τους εργοδότες τους, δεν θα συγκεντρώναμε εδώ τόσο μεγάλο αριθμό ευρωπαίων εργαζομένων με πολλά προσόντα. Η Google έχει εδώ περίπου 5000 υπαλλήλους και το 50% αυτών δεν είναι Ιρλανδοί. Προέρχονται από διάφορες χώρες της Ευρώπης», αναφέρουν στους ερευνητές
Σημειώνεται ότι τo 2017, οι ξένες επενδύσεις στην Ιρλανδία έφτασαν τα 59 δισεκατομμύρια ευρώ (δύο χρόνια νωρίτερα είχαν εκτοξευθεί στα 167 δισεκατομμύρια). Τη χρονιά εκείνη, οι επενδύσεις των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας στη χώρα ανήλθαν σε 48 δισεκατομμύρια ευρώ, περισσότερα από τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο (45 δισεκατομμύρια) και στην Ολλανδία (29 δισεκατομμύρια). Τα τρία τέταρτα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται χάρις στις επενδύσεις αυτές προορίζονται για εγχώριους εργαζόμενους.
Η Ιρλανδία μπήκε σε μνημόνιο, λίγους μήνες μετά την Ελλάδα, εξαιτίας του παράλογα επιθετικού τραπεζικού της συστήματος. Ακολούθησε τις κακές πρακτικές των αμερικανικών τραπεζών και κατέληξε σε αμερικανικού τύπου ακρότητες στον τομέα των ακινήτων και των επενδυτικών προϊόντων.
Ωστόσο, ένας από τους τομείς της ιρλανδικής οικονομίας που δεν συρρικνώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, κάτι που οφείλεται εν μέρει μόνο, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, στο γεγονός ότι ο φόρος για τις επιχειρήσεις είναι από τους μικρότερους στην ΕΕ, συγκεκριμένα 12,5% για όλες τις επιχειρήσεις, εγχώριες και ξένες.
Ο δημοφιλής καθηγητής Οικονομικών στο Ollscoil Luimnigh, Στίβεν Κινσέλλα, ερωτηθείς τι θα έλεγε «αν σας ζητούσε ο Έλληνας πρωθυπουργός μια συμβουλή», απαντά χαρακτηριστικά:
«Δύο πράγματα. Πρώτον, να οργανώσετε ένα πολύ δυναμικό υπουργείο Ανάπτυξης, να τρέχουν όλοι να βρίσκουν Ξένες Άμεσες Επενδύσεις. Εμείς έχουμε τους καλύτερους στον κόσμο, τον IDA. Οι Πορτογάλοι εμάς αντέγραψαν. Και δεύτερον, να προσανατολίσετε το ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα προς την ανάπτυξη. Εσείς στην Ελλάδα αναπαράγετε τα επαγγέλματα, τους λογιστές, τους γιατρούς, τους μηχανικούς. Εμείς σταματήσαμε να το κάνουμε αυτό. Φέρτε πολυεθνικές για να κερδίσετε από την παραγωγικότητά τους! Οι εγχώριες επιχειρήσεις στην Ιρλανδία δεν είναι αρκετά ισχυρές για να ανταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρέπει να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης».
Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντικοί θεωρούνται από τους ερευνητές της διαΝΕΟσις οι παράγοντες της εξωστρέφειας και της καλής ψυχολογίας. Από τα δημοψηφίσματα για τους γάμους των ομοφύλων και τις αμβλώσεις μέχρι τον νόμο για την ιθαγένεια, η Ιρλανδία είναι σήμερα μια μεταμορφωμένη χώρα. Γι' αυτό την ανησυχεί πάντα πολύ η περίπτωση ενός «σκληρού» Brexit, καθώς η τυχόν επαναφορά συνόρων μεταξύ της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και της Βόρειας Ιρλανδίας θα έχει μεγάλο οικονομικό κόστος. Η ίδια εξέλιξη, βέβαια, ανοίγει και πάλι θέμα επανένωσης του Βορρά με τον Νότο.
Τέλος, αποφασιστικό ρόλο στην ανάκαμψη έπαιξαν επίσης ο σταθερά φιλοευρωπαϊκός χαρακτήρας της χώρας και η μαχητικότητα των γυναικών. Οι εξωτερικοί παράγοντες, πάλι, ήταν η ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το φθηνό πετρέλαιο, το ασθενέστερο ευρώ και η ανάκαμψη των βασικών προορισμών των ιρλανδικών εξαγωγών, δηλαδή των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Η χώρα έδινε ήδη από τη δεκαετία του 1980 έμφαση στις εξαγωγές, γεγονός που της έδωσε τον τίτλο του «Κελτικού Τίγρη». Η ίδια συνταγή, δηλαδή, που βρίσκεται πίσω και από το «πορτογαλικό θαύμα».