Η διαχείριση της οικονομίας είναι σαν το πετάλι στο ποδήλατο, όταν σταματάς να κάνεις, πέφτεις. Έτσι και ο προϋπολογισμός που κατατίθεται σήμερα στη Βουλή, πέρα από τα χρήματα που μοιράζει σε δημόσιους υπαλλήλους και μισθωτούς με το ξεπάγωμα των τριετιών, στέλνει το μήνυμα ότι οι καλές επιδόσεις της οικονομίας είναι συνάρτηση της προσπάθειας για δημιουργία δημοσιονομικών εφεδρειών που θα ενταθεί το 2024, ενόψει και των επικείμενων αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Ζυγίζοντας τα περιθώρια και τις πληθωριστικές πιέσεις, το οικονομικό επιτελείο διατηρεί τον μειωμένο συντελεστή (13%) σε τουρισμό και μεταφορές, χωρίς να ενδίδει στις πιέσεις για γενικότερη μείωση του ΦΠΑ, καθώς δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος. Στα σερβιριζόμενα αναψυκτικά, για παράδειγμα, ο ΦΠΑ επανέρχεται από του χρόνου στο 24% από 13% σήμερα.
Αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να εξευρεθεί δημοσιονομικός χώρος 1 δισ. ευρώ, το όφελος θα ήταν μικρό, ιδίως για τα χαμηλά εισοδήματα. Ένα 50% θα χανόταν στην εφοδιαστική αλυσίδα, το 20% θα πήγαινε στα υψηλότερα εισοδήματα και μόνο το 30%, κάπου 300 εκατ. ευρώ, στα χαμηλότερα.
Από εκεί και πέρα, ο προυπολογισμός προβλέπει επιπλέον 480 εκατ. ευρώ σε δαπάνες για την Υγεία και 100 εκατ. για την Παιδεία από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, 600 εκατ. για φυσικές καταστροφές (300 εκατ. φέτος) και αναθεώρηση προς τα πάνω των στόχων για επενδύσεις με πρόβλεψη για αύξηση άνω του 15%, έναντι +12% στο προσχέδιο του προϋπολογισμού τον Οκτώβριο (και +8,3% φέτος). Αθροίζοντας τις παροχές, αυτές φτάνουν συνολικά το 1,6 δισ. ευρώ και αφορούν σε μεγάλο βαθμό προεκλογικές εξαγγελίες (νέο μισθολόγιο δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση 3% στις συντάξεις, κλπ), ενώ οι φοροελαφρύνσεις ανέρχονται σε 2,13 δισ. ευρώ.
Καταρχήν, το βασικό μέλημα του προϋπολογισμού του 2024 είναι η επιστροφή σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αρχής γενομένης από του χρόνου με στόχο για 2,1% του ΑΕΠ.
Μέχρι τώρα η Ελλάδα έχει εκπλήξει θετικά, ωστόσο αυτό δεν αποκλείει, ειδικά στην παρούσα διεθνή συγκυρία, την πιθανότητα να μην καταφέρουμε κάποια στιγμή να πετύχουμε κάποιους στόχους, επομένως το μυστικό είναι υψηλά δημοσιονομικά «μαξιλάρια» για να μην μπούμε σε επικίνδυνα νερά.
Και δεν είναι τυχαίο ότι η ΕΚΤ έχει υποστηρίξει πως η Ελλάδα χρειάζεται πλεόνασμα ακόμη μεγαλύτερο αυτού που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Η ενεργειακή κρίση δεν έχει τελειώσει, (δύο πόλεμοι μαίνονται στη γειτονιά μας), ενώ ουδείς μπορεί να αποκλείσει κάποιο νέο σοκ. Μπορεί κάποιοι να το θεωρούν μακρινό σενάριο, ωστόσο το παράδειγμα των ΗΠΑ, για την οποία το τελευταίο διάστημα έχουν επιδεινωθεί τα ratings κάποιων οίκων αξιολόγησης, είναι ενδεικτικό.
Κατά δεύτερον, έχουμε μόλις πατήσει το πρώτο σκαλί της υψηλότερης επενδυτικής βαθμίδας. Για να φτάσουμε στο «Α+», με το οποίο βαθμολογούνταν η Ελλάδα πριν από την κρίση χρέους, πρέπει να ανέβουμε ακόμη πέντε steps. Η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση είναι αυτή της Fitch την 1η Δεκεμβρίου, η οποία μας βαθμολογεί στο ΒΒ+, μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, με σταθερές προοπτικές.
Και ναι μεν έχουμε βαθμίδα από τρεις αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους αξιολόγησης – S&P, DBRS και Scope Ratings – ωστόσο μόνο η βαθμολογία της S&P μετρά ουσιαστικά για τις αγορές και τις εισροές των ελληνικών ομολόγων. Και αυτό, καθώς για τους βασικούς δείκτες (Bloomberg Barclays, iBoxx) χρειάζονται δύο τουλάχιστον ratings επενδυτικής βαθμίδας από τους τρεις μεγάλους, δηλαδή Moody’s, S&P και Fitch.
Τα στοιχεία που έχει στα χέρια της η Fitch είναι όλα θετικά: Υπεραπόδοση του προϋπολογισμού στο 10μηνο, εκτίμηση για περαιτέρω μείωσης του ελληνικού χρέους στο 152,2% του ΑΕΠ (από 159,3% φέτος), πολύ θετικά σινιάλα από τις προβλέψεις της Κομισιόν που συντηρούν την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της ανάπτυξης στην ευρωζώνη (2,3% το 2024 από 2,4% φέτος και 2,2% το 2025). Η κυβέρνηση επομένως δεν έχει κανένα λόγο να προσφέρει «δικαιολογίες» στην Fitch, ώστε να μην δώσει επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα.
Τρίτον, αν θέλουμε να μειώσουμε το μαξιλάρι στα 30 δισ. προς τα τέλη του έτους, έναντι των σημερινών 35 δισ. ευρώ, προκειμένου οι φορείς του Δημοσίου να μπορούν πλέον να διαχειριστούν ελεύθερα μέρος των ταμειακών τους διαθεσίμων που σήμερα βρίσκονται δεσμευμένα στην ΤτΕ, χρειαζόμαστε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Έτσι, μόνο θα πείσουμε ότι μπορούμε να απορροφούμε τους κραδασμούς των όποιων σοκ, έστω και με μικρότερο από το σημερινό ποσό. Καθώς και ότι είμαστε σε θέση να δανειζόμαστε, έστω με μικρότερο μαξιλάρι, με ολοένα και καλύτερους όρους από τις αγορές, φτάνοντας μέχρι το 2032, οπότε και τελειώνει η περίοδος χάριτος για το ελληνικό χρέος.
Επίσης, για να μπορέσει η κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες για τα νοσοκομεία και την Παιδεία, αλλά και για να βελτιώσει τις δημοσιονομικές επιδόσεις της οικονομίας, χρειάζεται επιπλέον έσοδα και να συλλάβει μέρος της φοροδιαφυγής. Στόχος είναι τα έσοδα από ΦΠΑ το 2024 να ανέλθουν στα 24,2 δισ. ευρώ, έναντι 23,1 δισ. φέτος, τόσο με την ανάπτυξη της οικονομίας, όσο και με την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ήδη ανακοινωθεί (επέκταση των POS και σύνδεσή τους με τις ταμειακές μηχανές, ένταση των ελέγχων, περιορισμός της χρήσης μετρητών, κ.α.). Ένα ερώτημα βέβαια εδώ αφορά το τάιμινγκ της διασύνδεσης των POS με τις ταμειακές μηχανές. Επειδή φαίνεται να υπάρχουν τεχνικές δυσκολίες, μάλλον η διασύνδεση θα αρχίσει να τρέχει από το β’ εξάμηνο, γεγονός που με τη σειρά του μεταφράζεται σε χαμηλότερα από τα προσδοκώμενα για φέτος έσοδα.