Δημοσιονομική σταθερότητα και αμυντικές δαπάνες: Οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock

Δημοσιονομική σταθερότητα και αμυντικές δαπάνες: Οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας

Στο δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας και της περαιτέρω μείωσης του χρέους πρέπει να συνεχίσει να βαδίζει η ελληνική οικονομία, διασφαλίζοντας παράλληλα ίση μεταχείριση στις αμυντικές δαπάνες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό επισημαίνει ερευνητικό σημείωμα που εξέδωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο αναδεικνύει τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα.

Στο σημείωμα, που τιτλοφορείται «Fiscal Space and Sovereign Bond Market Developments in Selected European Economies» («Δημοσιονομικός χώρος και εξελίξεις στην αγορά κρατικών ομολόγων σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες»), οι οικονομολόγοι Αλέξανδρος Κοντονίκας και Γιάννης Τσουκαλάς υπογραμμίζουν ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη δημοσιονομική προσαρμογή, με πρωτογενή πλεονάσματα και μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 54,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021.

Ωστόσο, η χώρα καλείται να προσαρμοστεί σε ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό περιβάλλον με αυξημένες αμυντικές ανάγκες και γεωπολιτικές προκλήσεις.

Η πρόκληση των αμυντικών δαπανών

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ευρωπαϊκό σχέδιο ReArm Europe, το οποίο, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως παρέκκλιση από τη δημοσιονομική σύνεση, αλλά ως μια ευκαιρία αξιοποίησης κοινοτικής χρηματοδότησης για την ενίσχυση της άμυνας και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη, αγγίζοντας το 2,6% του ΑΕΠ το 2022, έναντι του μέσου όρου 1,3% στην ΕΕ. Η μελέτη τονίζει ότι τα κράτη που επωμίστηκαν μεγαλύτερο βάρος στις αμυντικές δαπάνες - όπως η Ελλάδα, η Πολωνία και οι βαλτικές χώρες - θα πρέπει να τύχουν δίκαιης μεταχείρισης στην κατανομή των κοινοτικών πόρων, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν δυσανάλογα στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο.

Η μελέτη επισημαίνει τη θετική διάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθώς το 70% βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια του ξένου επίσημου τομέα, εξασφαλίζοντας χαμηλά επιτόκια και μεγάλη μέση ωρίμανση 18,8 ετών. Αυτό το «πριμ σταθερότητας», όπως το χαρακτηρίζει η ανάλυση, επιτρέπει στην Ελλάδα να μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της, παρά τις διακυμάνσεις των αγορών.

Ωστόσο, οι εκδόσεις νέου χρέους με υψηλότερα επιτόκια και η αυξανόμενη ανάγκη δανεισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο λόγω αμυντικών και ενεργειακών δαπανών ενδέχεται να δημιουργήσουν πιέσεις στη δημοσιονομική θέση της χώρας. Παράλληλα, τονίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη σταθεροποίηση των αγορών ομολόγων, αν και τυχόν νέες πληθωριστικές πιέσεις θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δυνατότητά της να παρέχει στήριξη.

Η ανάγκη για στρατηγικές αποφάσεις

Το ερευνητικό σημείωμα καταλήγει ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική σύνεση, να αξιοποιήσει τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς και να επιταχύνει μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη. Η ευρωπαϊκή συζήτηση για την αύξηση των αμυντικών δαπανών αποτελεί μια κρίσιμη πρόκληση για τη χώρα, που πρέπει να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών της στόχων χωρίς να υπονομεύσει την οικονομική της σταθερότητα.