Photo by Sooc
Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Κόλαφος για την πολιτική που ακολουθεί μέχρι σήμερα η ελληνική κυβέρνηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, είναι η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Την ίδια ώρα, ο Mario Draghi «καρφώνει» την ελληνική κυβέρνηση για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που θα έδιναν σημαντική ώθηση στις ελληνικές τράπεζες.
Το ΔΝΤ καλεί την ελληνική κυβέρνηση να ενεργήσει επιτέλους αποφασιστικά για τη νομοθέτηση όλων των απαραίτητων εργαλείων και προτείνει τη συνολική και άμεση αντιμετώπιση του φαινομένου των «κόκκινων» δανείων, μέσω της αναθεώρησης των στόχων μείωσης σε ένα πιο εμπροσθοβαρές πλάνο. Παράλληλα, επιμένει στην εκτίμηση ότι θα χρειαστεί ένα κεφαλαιακό «μαξιλάρι» ασφαλείας ύψους 10 δισ. ευρώ για να καλυφθούν ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν από τη διαχείριση των NPLs και τη χαμηλή μελλοντική κερδοφορία.
Οι εξελίξεις των τελευταίων δύο ετών έχουν πληγώσει σχεδόν ανεπανόρθωτα τον τραπεζικό κλάδο, τόσο σε επίπεδο οικονομικών δεικτών όσο και σε επίπεδο αξιοπιστίας. Πρώτα ήταν οι εκροές καταθέσεων ύψους 40 δισ. ευρώ, ή 27%, στο α'' εξάμηνο του 2015 και στη συνέχεια η «ανεπαρκής», σύμφωνα με το ΔΝΤ, τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, για να έρθουν οι τεράστιες καθυστερήσεις στα θέματα των «κόκκινων» δανείων και των αλλαγών στις τραπεζικές διοικήσεις.
Σήμερα, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του πλαισίου για τη διαχείριση χρεών και στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την δεύτερη αξιολόγηση φέρνουν ξανά τον κλάδο σε οριακό σημείο, αφού κάθε μέρα που περνάει χωρίς αποφασιστικές ενέργειες επιβαρύνει το μέλλον τους. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι η συνεχιζόμενη πολιτική αβεβαιότητα και η προοπτική πρόωρων εκλογών διατηρούν τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε υψηλά επίπεδα, ενώ η ΕΚΤ παρά το γεγονός ότι έχει επαναφέρει το waiver, δεν έχει εντάξει την Ελλάδα στο QE.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και γι' αυτό το λόγο η κυβέρνηση θα πρέπει να καταλάβει ότι τράπεζες και επιχειρήσεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν αν δεν μειωθούν δραστικά τα «κόκκινα» δάνεια. Όσο δεν ενισχύονται οι προσπάθειες μείωσης των NPLs και δεν δίνονται κίνητρα για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, τόσο απειλείται η ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό είναι με λίγα λόγια το συμπέρασμα των κλιμακίων του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του τραπεζικού τομέα.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι προσπάθειες για τα «κόκκινα» δάνεια θα πρέπει να γίνουν σε τρεις διαστάσεις. Η πρώτη αφορά το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση χρέους, η δεύτερη στο εποπτικό πλαίσιο και η τρίτη στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Εξωδικαστικός συμβιβασμός: Το κλειδί είναι ο μηχανισμός εξωδικαστικής διευθέτησης χρεών που θα επιτρέψει την αναδιάρθρωση χρεών προς το δημόσιο και τις τράπεζες και θα δώσει τη δυνατότητα διαγραφής χρεών για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα, όπου αυτό είναι δυνατό. Σύμφωνα με το ΔΝΤ θα πρέπει να αποφευχθούν γενικευμένες λύσεις, καθώς ενθαρρύνουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και δεν παρέχουν αποτελεσματικές και σταθερές λύσεις που αποκαθιστούν τη βιωσιμότητα του δανειολήπτη. Μία αποτελεσματική διαδικασία εκτέλεσης του νόμου αποτελεί ένα πανίσχυρο κίνητρο για τη διαπραγμάτευση των λύσεων αναδιάρθρωσης και την αποκατάσταση της κουλτούρας εξυπηρέτησης που έχει διαβρωθεί σημαντικά.
Παράλληλα, το Ταμείο επισημαίνει την ανάγκη πλήρους εφαρμογής του πλαισίου διαχείρισης ιδιωτικού χρέους που προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση του επαγγέλματος του εκκαθαριστή και τη διευκόλυνση των πλειστηριασμών.
Αναθεώρηση στόχων: Ακόμη και αν τα εργαλεία για την αναδιάρθρωση χρεών τεθούν σε πλήρη λειτουργία οι τράπεζες χρειάζονται κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν. Το ΔΝΤ καλεί την ΤτΕ και τον SSM να θέσουν ένα πλαίσιο για τον καθορισμό στόχων μείωσης των NPLs και την παρακολούθηση των πρακτικών που ακολουθούν.
«Οι οπισθοβαρείς στόχοι μείωσης των NPLs που έχουν οριστεί δεν δείχνουν να συνάδουν με τους φιλόδοξους στόχους των αρχών για επενδύσεις και ανάπτυξη –οι οποίοι θα απαιτούσαν μία πιο φιλόδοξη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών – και υπόκεινται σε σημαντικούς κινδύνους». Κατά συνέπεια, η ΤτΕ, σε συνεργασία με τον SSM, πρέπει να αναθεωρήσει τις στρατηγικές και τους στόχους των τραπεζών και να διασφαλίσει ότι είναι αξιόπιστοι και αρκετά φιλόδοξοι.
Οι στρατηγικές των τραπεζών θα πρέπει να εστιάζουν σε βιώσιμα μέτρα αναδιάρθρωσης και όχι σε βραχυπρόθεσμες λύσεις που ήταν η τάση μέχρι σήμερα, καθώς και στην ενίσχυση της λειτουργικής ικανότητας των τραπεζών να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τα NPLs.
Κεφαλαιακή επάρκεια: Η έκταση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου, υποδεικνύουν ότι τα εμπροσθοβαρή μέτρα για τη μείωση των NPLs θα έχουν ενδεχομένως κεφαλαιακό κόστος. Η πρόσφατη απελευθέρωση των πωλήσεων NPLs θα δώσουν μία πρώτη εικόνα της αγοράς αν και μέχρι στιγμής δεν έχουν σημειωθεί πωλήσεις, ενδεικτικό των πολύ χαμηλών τιμών. Συνεπώς, οι αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα κεφάλαια των τραπεζών είναι επαρκή μεσοπρόθεσμα για να διευκολυνθεί η δραστική μείωση των NPLs.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Οκτώβριο, στην έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το ΔΝΤ συνέδεσε την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών με την επιτυχή μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η οποία σύμφωνα με το Ταμείο μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα μέσω των πωλήσεων δανείων σε ξένα funds. Είχε καλέσει, μάλιστα, την ελληνική κυβέρνηση να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, στον εξωδικαστικό συμβιβασμό, ένα θέμα που ακόμη και σήμερα παραμένει άλυτο.
Εξάλλου, το ΔΝΤ εκτιμά ότι μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στις τράπεζες για να κατευθύνουν τις νέες χορηγήσεις στις πιο παραγωγικές χρήσεις και να κάνουν χρήση εξελιγμένων πρακτικών αξιολόγησης πιστωτικού κινδύνου, όπως το credit scoring.
Τέλος, το ΔΝΤ ζητά την περαιτέρω ενίσχυση της διακυβέρνησης των τραπεζών, σημειώνοντας ότι οι Αρχές θα πρέπει να εκποιήσουν τις συμμετοχές του δημοσίου σε διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να διευκολύνουν την εισροή διεθνούς τεχνογνωσίας και να ελαχιστοποιήσουν τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του δημοσίου. Το Ταμείο τονίζει την ανάγκη ομαλής άρσης των capital controls, με γνώμονα την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.