Photo by SOOC
Αμετακίνητο από τις βασικές του θέσεις, τις οποίες θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στη χρηματοδότηση της Ελλάδας, παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Παρά τις επιμέρους διαφωνίες των χωρών που μετέχουν στο ΔΝΤ αναφορικά με το βαθμό ελάφρυνσης χρέους και τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων που ζητούνται από την Ελλάδα, το εκτελεστικό συμβούλιο βρήκε τη χρυσή τομή ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε θεσμοθέτηση νέων μέτρων και μεταρρυθμίσεων.
Οι πιο σημαντικές από αυτές σχετίζονται με την αλλαγή του μείγματος πολιτικής μέσα από την περικοπή των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, όπως έχει ήδη ζητήσει το ΔΝΤ προκειμένου να εξοικονομηθούν δαπάνες και να ανακατανεμηθούν τα έσοδα, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης αγορών και επαγγελμάτων, καθώς και στην περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και την αλλαγή του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις.
Για το θέμα του χρέους, το οποίο είναι κλειδί για τη συμφωνία με την ευρωζώνη και το ΔΝΤ και χαρακτηρίζεται ως «μη βιώσιμο» με βάση την επίπτωση από τον υπολογισμό των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης, το Ταμείο δείχνει πως παραπέμπει για το μέλλον τις αποφάσεις. Σημειώνει πως «μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας», ωστόσο θέτει ως όρο ότι η διακρίβωση της ελάφρυνσης θα πρέπει να βασίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με τη δυνατότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης προκύπτει πως βασική θέση που υιοθετεί το Ταμείο είναι ότι ο μεσοπρόθεσμος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας τοποθετείται στο 1,5%, σημαντικά χαμηλότερος του 1,5% που είναι η θέση του Βερολίνου και άλλων χωρών της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να προκύπτουν ανάγκες για τη λήψη περισσότερων μέτρων.
Αναλυτικά, στην έκθεση του ΔΝΤ αναφέρεται:
Στις 6 Φεβρουαρίου 2017, το Διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ολοκλήρωσε τη διαβούλευση βάσει του Άρθρου IV με την Ελλάδα. Το Διοικητικό Συμβούλιο εξέτασε επίσης την Εκ των Υστέρων Αξιολόγηση της Έκτακτης Πρόσβασης βάσει της Διευρυμένης Συμφωνίας του 2012 του Διευρυμένου Πιστωτικού Μηχανισμού με την Ελλάδα.
Ιστορικό
Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών της ανισορροπιών από την έναρξη της κρίσης. Όμως, η δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση είχαν υψηλό κοινωνικό κόστος που αντικατοπτρίζεται στα μειούμενα εισοδήματα και στην εξαιρετικά υψηλή ανεργία. Το μεγάλο κόστος της προσαρμογής και η σημαντική πολιτική αστάθεια που ακολούθησε συνεισέφεραν στις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία Διαβούλευση βάσει του Άρθρου IV, και αποκορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015.
Από τότε, η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί καθώς οι αρχές ξεκίνησαν ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής πολιτικής που υποστηρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Το νέο πρόγραμμα έχει σαν στόχο την ενίσχυση των οικονομικών των δημοσίου, την αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού τομέα, και την προώθηση της δυνητικής ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές έχουν θεσμοθετήσει μια σειρά από δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και μεταρρυθμίσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα.
Σαν αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων και της επίσημης χρηματοδότησης από τους Ευρωπαίους εταίρους της, η Ελλάδα επέστρεψε σε μια μέτρια αύξηση το 2016.
Η ανάπτυξη προβλέπεται να επιταχυνθεί στα αμέσως επόμενα χρόνια με την προϋπόθεση της πλήρους και έγκαιρης υλοποίησης του προγράμματος προσαρμογής των αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας άρσης των κεφαλαιακών ελέγχων που θεσμοθετήθηκαν στα μέσα του 2015. Με βάση το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει μόλις κάτω του 1 τοις εκατό, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να φτάσει περίπου στο 1½ τοις εκατό του ΑΕΠ. Οι κίνδυνοι αρνητικής εξέλιξης στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται με την ατελή ή την καθυστερημένη υλοποίηση πολιτικών. Το δημόσιο χρέος έχει φτάσει στο 179 τοις εκατό στα τέλη του 2015 και δεν είναι βιώσιμο.
Αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου
Οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την κατεύθυνση της εκτίμησης του τεχνικού προσωπικού, ενώ ορισμένοι Διευθυντές είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους. Οι Διευθυντές επαίνεσαν τις Ελληνικές αρχές για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και το κλείσιμο των ανισορροπιών από το 2010, που υποστηρίχθηκαν από σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Οι Διευθυντές αναγνώρισαν ότι η προσαρμογή είχε βαρύ τίμημα για την κοινωνία, το οποίο μαζί με τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας έχει συμβάλει σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Οι Διευθυντές προέτρεψαν τις αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων για διασφαλιστεί η επιστροφή στην υψηλότερη ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς και στη βιωσιμότητα του χρέους . Λόγω των κινδύνων αρνητικής εξέλιξης που υπάρχουν ακόμη για την ανάπτυξη, οι Διευθυντές τόνισαν ότι οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση των οικονομικών του δημοσίου, των ισολογισμών, και στην εξάλειψη των εμποδίων στην ανάπτυξη.
Οι περισσότεροι Διευθυντές συμφώνησαν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται επί του παρόντος περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση δοθείσης της εντυπωσιακής προσαρμογής μέχρι σήμερα, η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα περίπου στο 1½ τοις εκατό του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι Διευθυντές τάχθηκαν υπέρ ενός πλεονάσματος στο ύψος του 3½ τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Παρ' όλα αυτά, ο Διευθυντές έκαναν κλήση για δημοσιονομική πολιτική επανεξισορρόπησης με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία του ατομικού εισοδήματος και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί περιθώριο για στοχευμένη κοινωνική αρωγή σε ευπαθείς ομάδες και για χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Ενώ ορισμένοι Διευθυντές τάχθηκαν υπέρ μιας δημοσιονομικά ουδέτερης επανεξισορρόπησης, μερικοί Διευθυντές θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να θεμελιώσουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, εφόσον υλοποιηθούν όταν κλείσει το παραγωγικό κενό, για να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη.
Οι Διευθυντές έκαναν κλήση για ανανεωμένες προσπάθειες στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου των φορολογικών οφειλών.
Ενθάρρυναν τις αρχές να ενισχύσουν τη φορολογική διοίκηση, να επικεντρώσουν τις ελεγκτικές προσπάθειες στους φορολογούμενους υψηλού εισοδήματος, και να ενισχύσουν την εφαρμογή του πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι Διευθυντές έκαναν κλήση για μια περιεκτική αναδιάρθρωση των φορολογικών οφειλών βιώσιμων φορολογουμένων, βασισμένη στις δυνατότητες πληρωμής, και χαιρέτισαν τα σχέδια για την υλοποίηση μιας ανεξάρτητης φορολογικής αρχής.
Οι Διευθυντές τόνισαν την ανάγκη για την αποφασιστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ώστε να ενισχυθεί η επάνοδος της πιστωτικής ανάπτυξης. Ενθάρρυναν τις αρχές να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση των οφειλών, συμπεριλαμβανομένων των εξωδικαστικών λύσεων, και να κάνουν πλήρη χρήση του εποπτικού πλαισίου για να παράσχουν κίνητρα στις τράπεζες ώστε να θέσουν φιλόδοξους στόχους και να χαράξουν στρατηγικές για τη μείωση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων. Οι Διευθυντές σημείωσαν ότι η εξασφάλιση επαρκών κεφαλαίων και η ολοκλήρωση της συνεχιζόμενης μεταρρύθμισης στη διακυβέρνηση είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των τραπεζών. Οι Διευθυντές υποστήριξαν την άρση των συναλλαγματικών περιορισμών όταν καταστεί πρακτικά ταχύτερο στη βάση ενός οδικού χάρτη με προαπαιτούμενα, με τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας μέσω της εξασφάλισης επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα.
Οι Διευθυντές ενθάρρυναν τις αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Αν και αναγνώρισαν ότι το βάρος της προσαρμογής βάρυνε δυσανάλογα τους μισθωτούς, οι Διευθυντές έδωσαν έμφαση στην ανάγκη να διατηρηθούν και να μην αντιστραφούν οι υπάρχουσες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να συμπληρωθούν με πρόσθετες προσπάθειες για την εναρμόνιση των πλαισίων για τις συλλογικές απολύσεις και τις βιομηχανικές δράσεις με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, να ανοίξουν τα υπόλοιπα κλειστά επαγγέλματα, να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα, και να διευκολυνθούν οι επενδύσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις. Οι Διευθυντές υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί και να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα των στατιστικών στοιχείων και συστημάτων.
Οι περισσότεροι Διευθυντές θεώρησαν ότι, παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και τη γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων, μπορεί μάλλον να απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Τόνισαν την ανάγκη για τη διακρίβωση μιας τέτοιας ελάφρυνσης η οποία θα βασίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με τη δυνατότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ωστόσο, οι Διευθυντές υπογράμμισαν ότι η ελάφρυνση του χρέους πρέπει να συμπληρωθεί με ισχυρή υλοποίηση πολιτικών για την
αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας.
Αναμένεται ότι η επόμενη διαβούλευση βάσει του Άρθρου IV με την Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί στον τυπικό κύκλο των 12 μηνών.
Οι Διευθυντές χαιρέτισαν την εκ των υστέρων αξιολόγηση της διευρυμένης συμφωνίας του 2012-2016. Συμφώνησαν ευρέως ότι η αξιολόγηση παρέχει μια χρήσιμη βάση για την εξέταση της αξιοποίησης των διδαγμάτων από τη συμφωνία. Οι Διευθυντές έδωσαν έμφαση στο πόσο σημαντική είναι η ανάπτυξη ρεαλιστικών προβλέψεων και στόχων, η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης και ελάφρυνσης χρέους, η ανάληψη δημοσιονομικής προσαρμογής με μέτρα υψηλής ποιότητας σε ρυθμούς που συμβαδίζουν με τις δυνατότητες υλοποίησης της χώρας, και η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με καλή αλληλουχία οι οποίες βασίζονται σε ισχυρή κυριότητα και φειδωλή αιρεσιμότητα. Οι Διευθυντές ανέφεραν ότι προσβλέπουν στις συζητήσεις για το επιχειρησιακό πλαίσιο της συνεργασίας του Ταμείου με νομισματικές ενώσεις.