Η επικαιροποίηση της παγκόσμιας βάσης δεδομένων του ΔΝΤ δείχνει ότι το συνολικό παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έφθασε τα 188 τρισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 2018, αυξημένο κατά 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με το 2017. Όπως αναφέρεται σε έκθεση, που αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική σελίδα του ΔΝΤ, οι οικονομίες πολλών χωρών είναι απροετοίμαστες μπροστά σε μια νέα επιβράδυνση.
Σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία ο μέσος όρος του παγκόσμιου μέσου χρέους προς το ΑΕΠ (από το ΑΕγχΠ κάθε χώρας) έφτασε το 226% το 2018, αυξημένο κατά 1½ ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Αν και αυτή ήταν η μικρότερη ετήσια αύξηση του δείκτη χρέους παγκοσμίως από το 2004, μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία ανά χώρα αποκαλύπτουν ολοένα και περισσότερες αδυναμίες, σε μια ένδειξη ότι πολλές χώρες δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μια νέα φάση οικονομικής επιβράδυνσης, αναφέρει το ΔΝΤ και σημειώνει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα από την εποχή προ της κρίσης του 2008 και ανέρχεται σχεδόν στο 90% στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Επίσης, στο ένα τρίτο των ανεπτυγμένων οικονομιών, το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι 30 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σύγκριση με τα επίπεδα προ κρίσης, ενώ ο μέσος όρος στις αναδυόμενες αγορές βρίσκεται πλέον σε επίπεδα συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα στις κρίσεις στα μέσα της δεκαετίας του ''80 και ''90. Οι δείκτες δημόσιου χρέους υπερβαίνουν το 70% σε σχεδόν στο ένα πέμπτο των χωρών.
Στην έκθεση το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι η χρήση ιδιωτικού χρέους για χρηματοδότηση μερισμάτων, προγραμμάτων επαναγοράς μετοχών ή συμφωνιών εξαγορών και συγχωνεύσεων θα μπορούσε να «μεγεθύνει ένα σοκ» στην περίπτωση μιας στάσης πληρωμών. «Σε σχέση με τις συνθήκες πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι κίνδυνοι δεν συγκεντρώνονται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στον δημόσιο τομέα, αντανακλώντας εν μέρει την ανεπίλυτη κληρονομιά της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης», συμπληρώνει το Ταμείο.
Όπως αναφέρεται τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους αυξάνουν την ευπάθεια στις κρίσεις και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια απότομη και δαπανηρή διαδικασία μείωσης του χρέους, ενώ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πρόσθετο βάρος στον ήδη υπερχρεωμένο δημόσιο τομέα εάν μια μείωση της οικονομικής παραγωγής οδηγήσει σε χαμηλότερα έσοδα ή εάν οι εταιρικές στάσεις πληρωμών πυροδοτήσουν ζημίες και υπονομεύσουν τον δανεισμό από τις τράπεζες»
«Επομένως, είναι σημαντικό να μειωθούν τέτοιου είδους τρωτά σημεία πριν από ένα επόμενο δυσμενή σοκ», καταλήγει.