Του Γιώργου Φιντικάκη
Κίνηση υψηλού ρίσκου εκ μέρους της κυβέρνησης αναφορικά με τη προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στο real estate χαρακτηρίζει η αγορά τον επταπλασιασμό της φορολογίας που καταβάλλουν σήμερα οι επενδυτικές εταιρείες ακινήτων.
Το ρίσκο έγκειται στο γεγονός ότι για έσοδα μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ παραπάνω, η κυβέρνηση κινδυνεύει να δει τις επενδυτικές εταιρείες ακινήτων να αναπροσαρμόζουν τα επενδυτικά τους πλάνα, να αναστέλλουν προγραμματισμένα σχέδια ή να διανέμουν μέρος των ταμειακών τους διαθεσίμων στους μετόχους τους μέσω επιστροφής κεφαλαίου προκειμένου να μειωθεί το ενεργητικό τους.
Με βάση τη ψηφισμένη διάταξη, οι εταιρίες θα πληρώνουν φόρο 0,75% επί του ενεργητικού τους, δηλαδή για ακίνητα και ταμειακά διαθέσιμα, τη στιγμή που τα τελευταία τοκίζονται μόλις 0,5%.
"Αν η ρύθμιση δεν αλλάξει μέσα στους επόμενους δύο μήνες, οι εξελίξεις θα είναι δυσάρεστες, φοβάμαι ότι θα υπάρξει συρρίκνωση αντί για αύξηση κεφαλαίου, νέο χρήμα δύσκολα θα μπει στην αγορά", σχολιάζει στέλεχος επενδυτικής εταιρείας ακινήτων. Και εξηγεί ότι εφόσον η επένδυση σε ακίνητα που δεν παράγουν εισόδημα θα φορολογείται στο εξής με 0,75%, θα το σκεφτεί διπλά κάποιος που θα θελήσει να βάλει κεφάλαια σε έργα όπως η παραχώρηση του Θριασίου Εμπορευματικού κέντρου της ΓΑΙΑΟΣΕ. Στο διαγωνισμό, η καταληκτική προθεσμία για τον οποίο εκπνέει σε μια εβδομάδα, στις 31 Μαΐου, εξετάζουν να καταθέσουν προσφορές οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες ακίνητης περιουσίας της Ελλάδας, η Grivalia του ομίλου Fairfax, και η Πανγαία της Εθνικής Τράπεζας, μαζί με την Cosco.
Σε κάθε περίπτωση, και ενώ ξένοι επενδυτές ήταν έτοιμοι να επενδύσουν στο ελληνικό real estate, η αγορά διατρέχει τον κίνδυνο να συμβεί το αντίστροφο. Στελέχη του χώρου κάνουν λόγο για απώλεια ανταγωνιστικότητας των επενδυτικών εταιρειών ακινήτων έναντι αυτών άλλων ευρωπαϊκών χωρών μετά και την αύξηση της φορολογίας τους κατά 750%.
Εξηγούν επίσης ότι εφόσον οι εταιρείες αποφασίσουν την επιστροφή μετρητών στους μετόχους τους, προκειμένου να μη διατηρούνται ταμειακά διαθέσιμα, τότε ούτε λίγο ούτε πολύ θα κάνουν φτερά πάνω από 100 εκατ. ευρώ. Κι αυτό καθώς η πλειοψηφία των μετόχων της Grivalia και ένα σημαντικό μέρος της μετοχικής βάσης της Πανγαία είναι ξένοι επενδυτές.
Τα δείγματα γραφής που περίμεναν οι ξένοι επενδυτές παραμένουν τα ίδια που ήταν πριν μήνες και χρόνια: Το επενδυτικό περιβάλλον είναι πάντα απρόβλεπτο, οι φορολογικοί συντελεστές αλλάζουν εν μια νυκτί, τα αντικίνητρα παραμένουν.
Στους μεριδιούχους ο λογαριασμός
Στο ίδιο μήκος κύματος με τις ΑΕΕΑΠ βρίσκονται και οι εταιρείες από το χώρο των αμοιβαίων κεφαλαίων. Η αύξηση του φόρου στο 0,75% σημαίνει ότι το κόστος αυτό θα επιβαρύνει το μεριδιούχο -πελάτη τους. Αυτός είναι και ο λόγος που αρκετές ΑΕΔΑΚ σκέφτονται να απορροφήσουν το επιπλέον κόστος μειώνοντας τα περιθώριά τους. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο αισθητό με τα ελληνικά αμοιβαία, όσο κυρίως με τα ξένα, όπως για παράδειγμα τα ευρωπαϊκά ομολογιακά, όπου ούτως ή άλλως οι αποδόσεις τους είναι πολύ χαμηλές, της τάξης του 0,5%, 1% ή 1,5%. Αν η απόδοση αυτή επιβαρυνθεί με 0,75%, τότε είναι προφανές πως δεν θα συμφέρει πλέον η επένδυση.
Όσο για τις σκέψεις αρκετών εταιρειών αμοιβαίων να μεταφέρουν τη διαχείριση στο εξωτερικό, με πιο ελκυστικό προορισμό το Λουξεμβούργο ή την Κύπρο, κάτι τέτοιο προς το παρόν δεν μπορεί να συμβεί, και για όσο τουλάχιστον ισχύουν τα capital controls. Επομένως οι ΑΕΔΑΚ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επιβαρυνθούν με το νέο φόρο.