Στο συνέδριο του Economist μίλησε η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου. Μεταξύ άλλων η κα. Αχτσιόγλου τόνισε πως είναι απαραίτητη σήμερα η θέσπιση αυστηρών και δεσμευτικών κανόνων όσον αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής του μεγάλου πλούτου, όπως είναι η αυστηροποίηση του πλαισίου για τους φορολογικούς παραδείσους αλλά και την προστασία των whistleblowers, που έχουν δώσει πολύτιμη βοήθεια σε υποθέσεις ασυδοσίας και μη τήρησης των στοιχειωδών κανόνων της αγοράς.
Η υπουργός Εργασίας υπογράμμισε παράλληλα πως είναι θετικό βήμα η ύπαρξη υπουργού Οικονομικών για την Ευρωζώνη, ο οποίος όμως θα έχει ρόλο ουσιαστικό και δεν θα έχει απλά θέση «παιδονόμου».
Αναλυτικά στην ομιλία της η Αχτσιόγλου ανέφερε:
«Ο τίτλος της σημερινής μας συζήτησης είναι «μια Ευρώπη των ίσων». Θα ξεκινήσω με έναν ισχυρισμό, που δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος.
Δεν υπάρχει Ευρωπαίος αξιωματούχος, πρωθυπουργός, υπουργός σε αυτή την Ένωση που θα διαφωνήσει με την ανάγκη για ισότητα και που δεν θα εξέφραζε την ανησυχία του σε σχέση με τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες.
Και θα πω ότι η θέση αυτή, έτσι γενικά και επί της αρχής διατυπωμένη, είναι ειλικρινής, όπως και η πρόθεση.
Θα πω επίσης ότι η έγνοια για τις ανισότητες έχει σοβαρό και βάσιμο λόγο ύπαρξης: η ενίσχυση των φυγόκεντρων πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, η διαρκώς αναπτυσσόμενη εθνικιστική αναδίπλωση, αλλά και η απαξίωση των Ευρωπαϊκών θεσμών, αναδεικνύουν με σαφή τρόπο ότι αυτή η Ευρώπη δεν είναι μια Ευρώπη των ίσων.
Όμως σας καλώ να σκεφτείτε, πώς γίνεται όλοι και όλες να υποστηρίζουν την ισότητα, και όμως να συνεχίζουμε να ζούμε και κυρίως να συνεχίζουμε να ασκούμε πολιτική σε περιβάλλοντα γενικευμένης ανισότητας, σε περιβάλλοντα αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων; Και για να γίνω ακόμη πιο σαφής, είναι δυνατό την ώρα που ετερόκλητα πολιτικά μορφώματα με κοινό χαρακτηριστικό τους τον εθνικισμό και την αναδίπλωση, κερδίζουν ολοένα και περισσότερο χώρο στην Ευρώπη μας, να συνεχίζουμε business as usual?
Για να το θέσω διαφορετικά, έχει νόημα να σκεφτούμε σε ποιό πλάνο της κοινής μας ευρωπαϊκής πορείας βρέθηκε η ανάγκη της εξάλειψης των ανισοτήτων, τόσο στα χρόνια της ευημερίας όσο και σε αυτά της κρίσης;
Και εν τέλει, πού κατάφερε να βρεθεί η Ευρώπη όταν έθεσε ως κυρίαρχες έννοιες, ως υπέρτατες κανονιστικές της αρχές αυτές του ανταγωνισμού και της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, η οποία υποτίθεται ότι θα έβρισκε κάποια στιγμή την αυτορρύθμιση της;
Η φύση των ερωτημάτων, χάριν της συζήτησης είναι προφανώς ρητορική.
Όμως τα ερωτήματα αυτά εξυπηρετούν τις ανάγκες ενός συλλογισμού που καταλήγει τελικά, στο τι είναι αυτό που μας κάνει να στρέφουμε την προσοχή μας στο ζήτημα της ισότητας όχι απλώς ως προτεραιότητα, αλλά ως ανάγκη υπαρξιακή για τη σημερινή Ευρώπη και τους λαούς της.
Προφανώς δεν θα κάναμε σήμερα αυτή τη συζήτηση, ούτε θα γινόταν κεντρικό σημείο προβληματισμού πανευρωπαϊκά και παγκόσμια το ζήτημα της ισότητας, αν βρισκόμασταν σε συνθήκες κοινωνικής ευημερίας.
Αντιθέτως, βρισκόμαστε ακόμα στην επικράτεια της κρίσης και των συνεπειών ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου, που με διάφορες ταχύτητες και εκφάνσεις, κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα τελευταία 25 χρόνια.
Μιλάμε λοιπόν για την Ευρώπη των Ίσων, διότι δεν μας ικανοποιεί η τωρινή Ευρώπη των Ανισοτήτων.
Των Ανισοτήτων:
Ανάμεσα στα υπερκέρδη επιχειρήσεων και τους συμπιεσμένους μισθούς για τους εργαζόμενους.
Ανάμεσα στη φοροασυλία για τους λίγους και τη λιτότητα για τους πολλούς.
Ανάμεσα σε όλες εκείνες τις δομικές τελικά ανορθογραφίες που καλούμαστε συλλογικά να διορθώσουμε.
Πρώτα και κύρια λοιπόν, το ζήτημα της ισότητας δεν είναι φιλολογικό, δεν είναι ρητορικό. Δεν μπορεί να είναι μια επιθυμία, όταν μιλάμε για κυβερνήσεις και θεσμικά όργανα.
Είναι ή δεν είναι πολιτικός στόχος; Σ' αυτό θα πρέπει να απαντήσουμε και να συνεννοηθούμε. Είναι ή δεν είναι πολιτικός στόχος στον οποίο φτάνουμε πιο κοντά κάθε στιγμή που λαμβάνονται αποφάσεις και υλοποιούνται πολιτικές – για να το πω όσο πιο σχηματικά γίνεται – υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας;
Σήμερα λοιπόν, αν δεν είναι ήδη πολύ αργά, είναι επείγουσα ανάγκη αυτόν τον πολιτικό στόχο να τον εξειδικεύσουμε.
Να του δώσουμε περιεχόμενο.
Κατά τη γνώμη μου τρεις είναι οι βασικοί άξονες στους οποίους πρέπει να δώσουμε βάρος.
Ο πρώτος αφορά τις διαδικασίες, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, και με αυτό δεν εννοώ τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το ζήτημα της δημοκρατίας.
Η κρίση διόγκωσε περαιτέρω το ήδη υπάρχον δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης. Η de facto παραχώρηση εξουσιών λήψης κορυφαίων πολιτικών αποφάσεων σε τεχνοκράτες ή σε μη εκλεγμένα σώματα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε στο ελάχιστο λόγω εκτάκτων συνθηκών στην οικονομία. Τα εκλεγμένα σώματα και οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να λειτουργούν σε ρόλο παρατηρητή.
Έχουμε ανάγκη λοιπόν, από έναν τρόπο οργάνωσης που κεντρικό του στοιχείο θα έχει το δημοκρατικό έλεγχο, τη διαφάνεια στις αποφάσεις και τις διαδικασίες, την ευρύτερη δυνατή κοινωνική συμμετοχή και δημόσια λογοδοσία. Διότι διαφορετικά, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της γενικευμένης αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εφόσον αυτό δομείται ερήμην των πολιτών. Και γνωρίζετε πολύ καλά ότι σε μια τέτοια κατάσταση οι οπαδοί του εθνικού απομονωτισμού θα πληθαίνουν αντί να μειώνονται.
Δεύτερος άξονας, είναι μια σειρά κρίσιμων θεσμικών αλλαγών στον τομέα της οικονομίας.
Μιλώ για τη θέσπιση αυστηρών και δεσμευτικών κανόνων όσον αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής του μεγάλου πλούτου, όπως είναι η αυστηροποίηση του πλαισίου για τους φορολογικούς παραδείσους αλλά και την προστασία των whistleblowers, που έχουν δώσει πολύτιμη βοήθεια σε υποθέσεις ασυδοσίας και μη τήρησης των στοιχειωδών κανόνων της αγοράς.
Δεν θα πρέπει να είναι όμως εκτός συζήτησης ακόμα και αλλαγές στο κορυφαίο θεσμικό επίπεδο. Για παράδειγμα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η πρόταση για έναν Ευρωπαίο Υπουργό Οικονομικών. Όχι όμως με καθήκοντα παιδονόμου. Αλλά με ρόλο και αρμοδιότητα να βλέπει τις δομικές ανισορροπίες και να έχει παράλληλα, τα εργαλεία για να τις διορθώνει, ώστε να συμβάλλει σε μια προοπτική ευημερίας και σύγκλισης των κρατών-μελών.
Τρίτος άξονας, είναι αυτός της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η προστασία της εργασίας και των εργατικών δικαιωμάτων, όχι μόνο των ατομικών αλλά και των συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων.
Η ενίσχυση των δομών κοινωνικής προστασίας, η προς τα πάνω σύγκλιση των εθνικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας, οι πολιτικές ενσωμάτωσης για ομάδες του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης.
Ένα αναπτυξιακό πλάνο για την Ευρώπη που θα στοχεύει στη δημιουργία θέσεων σταθερής και καλά αμειβόμενης εργασίας.
Αυτός ο άξονας, εκτιμώ ότι είναι και ο πλέον καθοριστικός για την υπόθεση της ισότητας.
Διότι εδώ μιλάμε για προτεραιότητες που επί της ουσίας στοχεύουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας για την κοινωνική πλειονότητα.
Και είναι προτεραιότητες που το επικρατούν μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης στην Ευρώπη, τις πρόσφατες δεκαετίες, τις τοποθέτησε σε δεύτερη μοίρα.
Ξεκινάμε από το μηδέν; Όχι. Υπάρχουν πρωτοβουλίες πάνω στις οποίες μπορούμε να χτίσουμε το διαφορετικό μέλλον της Ευρώπης ως μιας Ένωσης πολιτικής στη βάση της ισότητας.
Η νομική εξίσωση των αρχών του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων με τις αρχές που περιλαμβάνονται στις ιδρυτικές συνθήκες της Ένωσης συνιστά ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι όμως αρκετό, διότι δεν μπορεί στην πράξη να ανατρέψει την πρωτοκαθεδρία των οικονομικών ελευθεριών, όταν αυτές υπονομεύουν την κοινωνική προστασία των εργαζομένων.
Η διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών δικαιωμάτων τον περασμένο Νοέμβριο στο Γκέτεμποργκ συνιστά ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση: Δεν είναι όμως αρκετό, διότι εξακολουθεί να προσλαμβάνει τα κοινωνικά δικαιώματα ως αφηρημένες διακηρύξεις χωρίς σαφείς δεσμεύσεις για αλλαγή στις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Η δημιουργία του Social Scoreboard, ενός πίνακα κοινωνικών δεικτών αναφοράς που αποτυπώνει την κατάσταση θεμελιωδών κοινωνικών μεγεθών στα κράτη-μέλη συνιστά ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι όμως αρκετό, διότι δεν συνοδεύεται από δεσμευτικότητα, δεν ιδρύει κίνητρα, δεν παράγει συνέπειες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους μακροοικονομικούς δείκτες.
Οι θεσμικές προτάσεις που διατυπώνονται τον τελευταίο καιρό για την αποκατάσταση μιας περισσότερο βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρώπη, μπορούν επίσης να αποτελέσουν ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, μόνον όμως εφόσον οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνοδεύονται από μηχανισμούς δημόσιας λογοδοσίας και δημοκρατικού ελέγχου.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να ξεκινήσουμε από το μηδέν, ούτε να απογοητευόμαστε λέγοντας ότι τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν. Υπάρχουν πολλά περιθώρια για να γίνουν βήματα μπροστά, υπάρχουν ήδη πρωτοβουλίες πάνω στις οποίες μπορούμε να οικοδομήσουμε πιο τολμηρά βήματα, για να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο στο οποίο, αν μη τι άλλο, θα παράγονται λιγότερες ανισότητες.
Αυτό όμως που είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαίο είναι να συμφωνήσουμε στον αναπροσανατολισμό των ιεραρχήσεων που εδώ και χρόνια διέπουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αν και εφόσον ο διακηρυγμένος μας στόχος είναι αυτός που αναφέρεται στον τίτλο της σημερινής μας συζήτησης. Μια Ευρώπη των ίσων.
Και σε κάθε περίπτωση, η περίοδος αυτή που είναι αντικειμενικά μια περίοδος αναστοχασμού για το μέλλον της Ευρώπης, οφείλει να εμπεριέχει και την έμπρακτη αυτοκριτική όσων θεώρησαν ότι ο– επιτρέψτε μου – «καλβινισμός της αγοράς» μπορεί να οδηγήσει στη συλλογική πρόοδο και ευημερία των κοινωνιών μας.
Όμως οι κοινωνίες ευημερούν και προοδεύουν, με τρόπο συλλογικό. Δεν ευημερούν πραγματικά, όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού βρίσκονται στο περιθώριο.
Και θα κλείσω με μια φράση που συμπυκνώνει επαρκώς την ανάγκη για ισότητα αλλά και δικαιοσύνη. Με τα λόγια λοιπόν ενός εξαιρετικά επιδραστικού, τη σύγχρονη εποχή, θεωρητικού του 18ου αιώνα: «αυτοί που παράγουν τροφή, ρούχα και στέγη για όλο τον πληθυσμό, πρέπει να έχουν και αυτοί τη δυνατότητα να καρπώνονται μερίδιο της παραγωγής ώστε να τρέφονται, να ντύνονται και να στεγάζονται επαρκώς».
Όχι, δεν το είπε ο Μαρξ.
Τα λόγια είναι του Άνταμ Σμιθ».
Πηγή: skai.gr
Φωτογραφία: Ιntime