Έχει τη δύναμη, τη θέληση και την αποφασιστικότητα η ΕΚΤ;

Έχει τη δύναμη, τη θέληση και την αποφασιστικότητα η ΕΚΤ;

Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη

Είναι γνωστό ότι οι αγορές λατρεύουν τις ποσοτικές χαλαρώσεις, όπως τουλάχιστον αποδείχθηκε από το 2008 κι έπειτα.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άφησε χθες τα επιτόκια αναχρηματοδότησης και διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων αμετάβλητα στο 0,05% και -0,30% αντίστοιχα.

Στην συνέντευξη που ακολούθησε άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο επέκτασης της ποσοτικής χαλάρωσης για τον Μάρτιο όπου είναι προγραμματισμένη η επόμενη συνάντηση των μελών της ΕΚΤ. Στο άκουσμα αυτό οι αγορές ενισχύθηκαν σημαντικά, με την αισιοδοξία να παίρνει την θέση του πανικού που επικρατούσε όλο αυτό το διάστημα.

Στο θέμα του πληθωρισμού ο κ. Mario Draghi εξέφρασε τις ανησυχίες του καθώς μπορεί να φθάσει έως και σε αρνητικά επίπεδα, παραδέχοντας εμμέσως πλην σαφώς πως ουσιαστικά τα μέτρα της ΕΚΤ απέναντι στον πληθωρισμό είναι περιορισμένα έως μηδαμινά.

Επίσης αναφέρθηκε στο γεγονός ότι τα μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ από τον Ιούνιο του 2014 ήταν αποτελεσματικά και βελτίωσαν τις οικονομικές συνθήκες και την πραγματική οικονομία. Είναι πράγματι όμως έτσι;

Προτού όμως παρουσιάσουμε την επιτυχία ή αποτυχία της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ από το 2008 έως και σήμερα, αξίζει να δούμε τον παρακάτω πίνακα που συγκρίνει τις ποσοτικές χαλαρώσεις των κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας και της ΕΚΤ.

Όπως διακρίνουμε η αξία της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ανέρχεται στο 12% του ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης (μαζί με τις αγορές ABS και χρέους των ευρωπαϊκών ινστιτούτων), ενώ σε ποσοστό όσον αφορά τις ετήσιες εκδόσεις ομολόγων στην ευρωζώνη αυτό ανέρχεται στο 262%.

 

Πηγή:Bloomberg

Το βασικό ερώτημα όμως που μένει, επτά χρόνια αφότου ξεκίνησε η ΕΚΤ την πρώτη ποσοτική χαλάρωση, είναι εάν αυτές οδήγησαν στην πραγματική αντιμετώπιση του προβλήματος ή όχι. Εκ πρώτης όψεως η απάντηση είναι όχι καθώς όχι μόνο δεν οδήγησαν στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, του χαμηλού πληθωρισμού, της ανάπτυξης και της ανεργίας απεναντίας στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποια από αυτά διατηρούνται στα ίδια επίπεδα περίπου (πχ ανεργία) ενώ κάποια άλλα επιδεινώθηκαν περισσότερο (πχ κρατικό χρέος) όπως θα δούμε και μέσα από τα παρακάτω γραφήματα.

Όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου έχουν επιδοθεί σε μια προσπάθεια αύξησης του πληθωρισμού κοντά στο επίπεδο του 2% ώστε να καταφέρουν να αναθερμάνουν την οικονομία τους αποφεύγοντας το εφιαλτικό σενάριο μιας μακράς περιόδου αποπληθωρισμού το οποίο θα βυθίσει τις οικονομίες τους στην ύφεση.

Στο ίδιο μοτίβο παραμένει και η ΕΚΤ η οποία επηρεασμένη από την Bundesbank μένει πιστή στο στόχο του 2%. Όπως παρατηρούμε και στο παρακάτω γράφημα από το 2012 ο πληθωρισμός στην ζώνη του ευρώ ακολουθεί πτωτική πορεία φθάνοντας το Δεκέμβριο στο 0.2%. Πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΚΤ ανέφεραν ότι ουσιαστικά η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει τίποτα στο θέμα του πληθωρισμού με τον ορατό κίνδυνο πλέον η Ευρώπη να βυθιστεί σε μια μακρά περίοδο ύφεσης και ανεργίας.

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι το κρατικό χρέος στο όνομα του οποίου έγιναν κυρίως οι ποσοτικές χαλαρώσεις της ΕΚΤ. Ουσιαστικά το 2009 η ΕΚΤ αγόρασε κρατικά ομόλογα χωρών όπως της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιταλίας σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών. Παρόλα αυτά όμως το κρατικό χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ στην ευρωζώνη όχι δεν μειώθηκε ή παρέμεινε έστω σταθερό, απεναντίας συνεχίζει να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο (βλ. παρακάτω γράφημα) φθάνοντας το 2014 στο 92.1% από το 78.3% που ήταν το 2009. Και σε αυτή την περίπτωση οι προσπάθειες της ΕΚΤ φαίνεται πως έπεσαν στον Καιάδα.

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Ακόμη και στον τομέα της ανάπτυξης η ΕΚΤ δεν τα πήγε και τόσο καλά ή όσο καλά θα ήθελε. Η ανάπτυξη από το -5,6% όπου βρέθηκε το 2009  βρίσκεται λίγο κάτω από το 2% με εμφανή τα σημάδια «κόπωσης» (βλ. παρακάτω γράφημα) κι εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας τότε πιθανών αυτή να βρεθεί και κάτω ή κοντά στο 1%.

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η ΕΚΤ με την ποσοτική της χαλάρωση δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα σχετικά με το κόστος αυτής. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω πίνακας, σύμφωνα με τον οποίον ο ισολογισμός της ΕΚΤ έχει πραγματικά εκτοξευθεί στα ύψη. Από το 2008 όπου βρισκόταν λίγο κάτω από τα €1,5 τρισ. βρέθηκε τον Ιούνιο του 2012 στα €3,1 τρισ. όταν το χρέος των δύο μεγαλύτερων  βιομηχανικά χωρών και βασικών μετόχων της ΕΚΤ βρίσκεται λίγο κάτω από τα €3 τρισ. Σημαντικό ποσοστό στην αύξηση του ισολογισμού της ΕΚΤ κατέχουν οι αγορές ομολόγων της περιόδου 2010-2012 καθώς και αυτή που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 2015.

Kατά την έναρξη της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ το ευρώ σε σχέση με το δολάριο βρισκόταν στην υψηλότερη ισοτιμία των 1,60 (βλ. παρακάτω γράφημα) όπου από το 2008 κι έπειτα ξεκίνησε η σταδιακή υποχώρηση του.

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Παρά το ότι το κοινό νόμισμα ήταν ενισχυμένο σε σχέση με το δολάριο αλλά και με τα υπόλοιπα βασικά νομίσματα, αυτό δεν εμπόδισε τις εξαγωγές των χωρών της ζώνης του ευρώ να σημειώσουν αύξηση (σύμφωνα με το παρακάτω γράφημα).

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Ένας εκ των βασικότερων κερδισμένων της αύξησης των εξαγωγών ήταν η Γερμανία, η οποία κατάφερε να υπερ-διπλασιάσει την τελευταία πενταετία και το εμπορικό της πλεόνασμα. (βλ. παρακάτω γραφήματα).

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας αποτέλεσε και η άνοδος του γερμανικού χρηματιστηρίου που από το 2009 έως και το 2015 κατέγραψε μια άνοδο 200%!

 

Πηγή γραφήματος:Trading economics

Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, τα μέτρα της ΕΚΤ μπορεί να είχαν αποτέλεσμα, αλλά το αποτέλεσμα αυτό ήταν πρόσκαιρο καθώς δεν επέλυσαν εξ ολοκλήρου τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας. Απεναντίας συντήρησαν την αναιμική ανάπτυξη και το πρόβλημα του χρέους που μαστίζει αρκετές χώρες της ευρωζώνης.

Το ερώτημα επομένως που παραμένει είναι: έχει πραγματικά την δύναμη, την θέληση και την αποφασιστικότητα η ΕΚΤ ώστε να ενισχύσει την πραγματική οικονομία, την απασχόληση και την ανάπτυξη; Αυτό δεν μένει παρά να το δούμε σε μερικούς μήνες.