Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια συντονισμένη προσπάθεια εκ μέρους της κυβέρνησης προκειμένου να πειστούν οι πολίτες ότι η χώρα μας έχει θωρακιστεί απέναντι στη μεγάλη πρόκληση της εξασφάλισης επαρκούς ενέργειας για τον χειμώνα.
Όλες οι ενδείξεις είναι ότι, κάτω από πολύ δύσκολες διεθνείς, αλλά κυρίως ευρωπαϊκές συνθήκες, η κυβέρνηση κάνει τις σωστές κινήσεις. Αλλά, ίσως γιατί έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο, η επιμονή της στη δημιουργία κλίματος ασφάλειας ελλοχεύει σημαντικούς εν δυνάμει κινδύνους, αφού οι πολίτες πρέπει να αντιληφθούν ότι η περίπτωση να μην έχουμε επαρκή ενέργεια σε οποιαδήποτε τιμή δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χθεσινή εξέλιξη, όπου το φυσικό αέριο πέρασε τα 214 ευρώ η μεγαβατώρα, μόνο στην είδηση ότι η Ρωσία θα περιορίσει τις ροές του Nord Stream στο 20%.
Αν και σε πολλούς αναγνώστες μπορεί να φανεί ακραίο, έστω το ακόλουθο σενάριο. Μέχρι τώρα οι Έλληνες πολίτες δεν έχουμε αισθανθεί την τεράστια ασυμμετρία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενεργειακών πόρων, γιατί η κυβέρνηση καταφέρνει να ανακουφίζει τους καταναλωτές χρησιμοποιώντας τα όποια δημοσιονομικά περιθώρια υπάρχουν.
Αλλά αυτά τα περιθώρια είναι πεπερασμένα, πρώτον, γιατί οι σχετικοί ευρωπαϊκοί πόροι είναι περιορισμένοι, αφού οι Γερμανοί σωστά εμμένουν στη δημοσιονομική ορθοδοξία, δεύτερον, γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει εισέλθει ήδη σε περίοδο συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, και τρίτο, γιατί αναγκαστικά οι δυσκολίες σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη μειώνουν τα περιθώρια της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η χώρα μας είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στον τρίτο κίνδυνο. Ας δούμε γιατί.
Οι 27 Ευρωπαϊκές χώρες που συνιστούν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) διακρατούν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του Ελληνικού δημόσιου χρέους. Στο χρέος αυτό, η χώρα μας πληρώνει σταθερό επιτόκιο 1.5%. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς τα διεθνή επιτόκια ανέρχονται, η χώρα μας επιδοτείται με μια σημαντική επιτοκιακή διαφορά.
Προσωπικά, κάτω από ομαλές συνθήκες, θα το θεωρούσα απίθανο να αρχίσει να γίνεται λόγος στα επί μέρους κοινοβούλια γι’ αυτήν την επιδότηση.
Όμως, δεν ζούμε κάτω από ομαλές συνθήκες και το ζήτημα της ενέργειας δεν είναι η μόνη απειλή για τον προσεχή χειμώνα. Μια άλλη που προέκυψε εντελώς πρόσφατα είναι αυτή της Ιταλίας. Κάτω από την πολιτική αστάθεια στην οποία έχει περιέλθει, μπορεί κανείς να αποκλείσει μια κρίση χρέους, όπου θα τεθεί και πάλι θέμα Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης;
Και εάν τεθεί τέτοιο θέμα, ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι η επιτοκιακή επιδότηση προς την Ελλάδα δεν θα αρχίσει να γίνεται θέμα στα φειδωλά Ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Αν λοιπόν αρχίσει να τίθεται τέτοιο θέμα, σε πρώτη φάση η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να περιορίσει τις επιδοτήσεις, τα επιδόματα, και όλη τη στήριξη της συνολικής ζήτησης μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής. Τότε θα γινόταν άμεσα φανερό ότι η ελληνική οικονομία, παρά την όποια καλή προσπάθεια, δεν ήταν θωρακισμένη και ο χειμώνας μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολος.
Φυσικά το ίδιο δυσάρεστο αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει για πολλούς άλλους λόγους. Δυστυχώς, η χώρα μας συνεχίζει να είναι αδύνατη οικονομικά, ώστε μικρές διεθνείς αναταράξεις έχουν μεγάλες επιπτώσεις στη δημοσιονομική ισορροπία και στην οικονομία μας γενικότερα.
Γι’ αυτό, όροι όπως θωρακίζω, κλειδώνω και άλλοι συναφείς, στους οποίους συχνά αναφέρονται πολιτικοί και επικοινωνιολόγοι για να δημιουργήσουν κλίμα ασφάλειας, είναι σκόπιμο να εκλαμβάνονται από τους πολίτες με σημαντικά περιθώρια ανοχής και να προετοιμάζονται για τα χειρότερα.
*Ο Γιώργος Μπήτρος είναι καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών