Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αυτό που όλοι έβλεπαν και η κυβέρνηση φοβόταν επιβεβαιώθηκε χθες από επίσημα χείλη. Οι δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων στο πρακτορείο Reuters, σύμφωνα με τις οποίες αναβάλλεται το σχέδιο έκδοσης κρατικών ομολόγων για μετά το καλοκαίρι, ξεκαθαρίζουν μια και καλή το τοπίο αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Μπορεί η κυβέρνηση να έσπευσε να διαψεύσει το Reuters αλλά μάλλον τα έκανε χειρότερα προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. «Για να υπάρχει αναβολή θα πρέπει να υπάρχει και απόφασης έκδοσης», τόνισαν κυβερνητικοί κύκλοι. Δηλαδή δεν υπήρξε ποτέ πλάνο εξόδου στις αγορές πριν τη λήξη του προγράμματος; Επίσης, οι τεχνοκρατικοί όροι που θα καθορίσουν την έξοδο, όπως ανέφεραν οι διαρροές, επιβεβαιώνουν την αδυναμία της Ελλάδας, καθώς οι ίδιο όροι μας κρατούν εκτός αγορών σε κάθε αναταραχή!
Το «παραμύθι» της λήξης των μνημονίων και της αυτόνομης πορείας της χώρας με ελευθερία κινήσεων και χαλαρή εποπτεία έχει τελικά... δράκο. Οι τρομακτικές ανησυχίες που προκάλεσε στις αγορές ομολόγων η πολιτική κρίση στην Ιταλία σε συνδυασμό με την γενικότερη αβεβαιότητα στο διεθνές στερέωμα και τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και το τέλος του μνημονίου «αποκλείουν» για μία ακόμη φορά την Ελλάδα από τις αγορές.
Οι ελπίδες του Αλέξη Τσίπρα για τη δημιουργία ενός κεφαλαιακού αποθέματος ύψους 20 δισ. ευρώ αποδεικνύονται όνειρα θερινής νυκτός και πλέον τα βλέμματα όλων στρέφονται στη μεταμνημονιακή εποχή. Σίγουρα μία γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό το κλίμα για την Ελλάδα. Όμως και σε αυτό το μέτωπο οι προσδοκίες είναι περιορισμένες.
Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι το αφήγημα της «καθαρής» εξόδου από το μνημόνιο καταρρέει με εκκωφαντικό τρόπο, αφού η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το ελληνικό δημόσιο είναι σαφές ότι θα αποτελέσει μία μακρά και επίπονη διαδικασία. Αυτό φάνηκε και από την υπερβολική ευαισθησία που έδειξαν οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων τις εβδομάδες του ιταλικού δράματος.
Μόνο μέσα σε ένα μήνα η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ενισχύθηκε έως και 24% ξεπερνώντας το 4,8% τη «Μαύρη Τρίτη» 29 Μαΐου, όταν οι αγορές ομολόγων... έβγαλαν – και δικαιολογημένα - όλες τους τις φοβίες στους τίτλους του ευρωπαϊκού Νότου. Χθες, το κόστος δανεισμού της χώρας διαμορφώθηκε στο 4,6%, σε ένα επίπεδο που οι αναλυτές θεωρούν εύλογο όσο διατηρούνται οι ανησυχίες για την Ιταλία.
Η συνέχεια δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο δύσκολη. Όσο η κυβέρνηση αρνείται το δίχτυ ασφαλείας της προληπτικής γραμμής στήριξης, ξεκάθαρα για πολιτικούς λόγους, αφαιρεί από τη χώρα το δικαίωμα να δανειστεί με μειωμένα επιτόκια. Όσο συνεχίζονται οι κορόνες για «ελευθερία κινήσεων» και αντιστροφή μεταρρυθμίσεων μετά τον Αύγουστο, τόσο ερεθίζονται οι αγορές. Όσο ο Αλέξης Τσίπρας αμφιταλαντεύεται μεταξύ του ανθρώπου που λέει ναι σε όλα και εφαρμόζει πλήρως τα μνημόνια και του «επαναστάτη» που... ζηλεύει το νέο κυβερνητικό συνασπισμό της Ιταλίας, οι αγορές θα ζητούν «premium κινδύνου που θα μεταφράζεται σε υψηλότερο επιτόκιο.
Κάτι τέτοιο συνέβη και χθες. Ο ΟΔΔΗΧ άντλησε το ποσό των 2,438 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης 3μηνων και 6μηνων εντόκων γραμματίων, με το επιτόκιο να αυξάνεται στο 0,7% για τα 3μηνα έντοκα (από 0,59%) και στο 0,85% για τα 6μηνα (από 0,7%). Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δανείζεται για 3 μήνες με το ίδιο επιτόκιο που δανείζεται η Γερμανία για... 15 χρόνια, ενώ οι αγορές δεν ζητούν αλλά πληρώνουν τόκο 0,6% για να δανείσουν τη Γερμανία για 3 μήνες.
Πριν από λίγους μήνες, όταν ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε στην στην έκδοση 7ετούς ομολόγου, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ανυπομονούσε να δείξει στους Ευρωπαίους το ελληνικό σχέδιο για τη μεταμνημονιακή εποχή. Οι πρώτες διαρροές έκαναν λόγο για ένα σχέδιο «ελληνικής ιδιοκτησίας» με αναπτυξιακό πρόσημο. Όμως οι Ευρωπαίοι όταν είδαν το αρχικό πλάνο έμειναν άφωνοι και μετά από πολλές αλλαγές κατέληξαν ουσιαστικα σε ένα νέο μνημόνιο. Άλλωστε, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει θηριώδη πλεονάσματα έως και το 2022 και όλοι συμφωνούν ότι η εποπτεία θα είναι μόνιμη.
Το μόνο που μένει είναι να δούμε αν οι Ευρωπαίοι θα πιέσουν τον Έλληνα πρωθυπουργό να ζητήσει προληπτική γραμμή στήριξης (κάτι που σήμερα οι πάντες επιμένουν ότι είναι θέμα της ελληνικής κυβέρνησης) ή θα αποφασίσουν να βαφτίσουν την προληπτική γραμμή με ένα άλλο όνομα που δεν θα προκαλεί πολιτικό πρόβλημα στον Αλέξη Τσίπρα αλλά θα ικανοποιεί τους Θεσμούς και κυρίως την ΕΚΤ. Η δεύτερη λύση είναι σαφώς πιο δύσκολη αλλά και «προβληματική» αφού για να εξυπηρετηθούν τα πολιτικά συμφέροντα του ΣΥΡΙΖΑ η χώρα θα είναι ουσιαστικά «ακάλυπτη» σε μία περίοδο αβεβαιότητας χωρίς να έχει την ικανότητα να απορροφήσει πιθανές αναταράξεις όπως αυτές των τελευταίων εβδομάδων.