Αμετάβλητα αφήνει τα επιτόκια η ΕΚΤ μετά από ένα «ράλι» 10 διαδοχικών αυξήσεων στα επιτόκια που ξεκίνησαν στο τέλος Ιουλίου 2022 και τα ανέβασαν κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες σε διάστημα 15 μηνών. Ο πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα.Η ΕΚΤ επέλεξε την Αθήνα για να ανακοινώσει την απόφασή της να κάνει παύση στις αυξήσεις, με την προοπτική να μείνουν σταθερά τουλάχιστον όλο το 2024 και να μειωθούν εντός του 2025, εφόσον ο πληθωρισμός συνεχίσει να υποχωρεί κι είναι κοντά στο στόχο 2% της ΕΚΤ.
Η σημειολογική επιλογή της Αθήνας προϊδέασε γι αυτήν τη σημαντική απόφαση, καθώς ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, συνεπής στις απόψεις του επικοινώνησε από καιρό τη γνώμη του, γνωρίζοντας και την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Ο κ. Στουρνάρας γνώριζε ότι η ελληνική οικονομία έχει ταλαιπωρηθεί πάνω από μια δεκαετία και μόλις τα τελευταία χρόνια έχει περάσει με μεγάλες δυσκολίες, θυσίες και σκληρή δουλειά σε φάση ανάπτυξης και δεν ήθελε περαιτέρω αύξηση επιτοκίων, όπως άλλωστε δεν θα ήθελε και η ελληνική κυβέρνηση ανεξάρτητα από το αν δεν ήθελε να το επικοινωνήσει δημοσίως.
Δεν ήθελαν άλλες αυξήσεις, ούτε οι επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά διότι δυσκολεύουν τη διαδικασία χρηματοδότησής τους και από ένα σημείο και μετά μαζί με τον πληθωρισμό που πρέπει πράγματι να αναχαιτιστεί, «καίνε και τα χλωρά», δηλαδή η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, τα εταιρικά κέρδη, ενώ δυσκολεύουν τα νοικοκυριά και απειλούν με επισφάλειες και νέα κόκκινα δάνεια τις τράπεζες.
Πρόκειται για απόφαση μεγάλης σημασίας που θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες και ασφαλώς και στην ελληνική, αφού σταθεροποιεί το κόστος του χρήματος αν και σε υψηλό επίπεδο, λόγω του επίμονου πληθωρισμού. Πληθωρισμού, που προκάλεσε η έλλειψη προσφοράς σημαντικών αγαθών όπως το πετρέλαιο, τα αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες απαραίτητες για την επιβίωση και την οικονομική διαδικασία παντού, η παραγωγή και διάθεση των οποίων μειώθηκε αρχικά σημαντικά λόγω της πανδημίας και στη συνέχεια το φαινόμενο επιδεινώθηκε σοβαρά με τον πόλεμο.
Η απόφαση είναι θετική πρώτα από όλα γιατί δεν θα αυξηθεί κι άλλο το κόστος του χρήματος για νοικοκυριά κι επιχειρήσεις και δεύτερον γιατί επιτρέπει σχετική ορατότητα για το μέλλον για να προγραμματίσουν τις κινήσεις τους οι δυνητικοί δανειολήπτες, είτε είναι επιχειρήσεις, είτε νοικοκυριά, από τη μία πλευρά να πάρουν ανάσα γνωρίζοντας πλέον ποια θα είναι, εκτός δυσάρεστου απροόπτου, τα χρηματοοικονομικά κόστη τους. Αν δεν αυξηθούν άλλο τα επιτόκια υπάρχουν προνομιακά δάνεια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ για επενδύσεις.
Την απόφαση επέτρεψε η μείωση του πληθωρισμού στην Ευρώπη με την Ελλάδα να είναι από τις χώρες που προηγούνται στην ανακοπή του πληθωριστικού ρυθμού. Την επέτρεψαν επίσης τα ξεκάθαρα σημεία επιδείνωσης της ανάπτυξης, με αλάνθαστες υφεσιακές ενδείξεις σε μία σειρά από χώρες της Ευρωζώνης και πρώτα από όλα στη μεγαλύτερη οικονομία της που είναι η γερμανική.
Η πορεία του πληθωρισμού είναι στη συνέχεια αυτή που θα καθορίσει τη στάση της ΕΚΤ και των άλλων Κεντρικών Τραπεζών. Στάση έχει κάνει πρώτη, πρόσφατα, η αμερικανική Fed η οποία επίσης πρώτη ξεκίνησε τις αυξήσεις επιτοκίων.
Ο πληθωρισμός με τη σειρά του, είχε διογκωθεί από εξωγενείς παράγοντες από το σκέλος της προσφοράς και η ανησυχία στη συνέχεια είναι η πιθανότητα μίας ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, η οποία μπορεί να αυξήσει εκ νέου το κόστος της ενέργειας προκαλώντας και οικονομικά προβλήματα πέραν των θεμάτων ασφαλείας και των χαμένων ζωών που επιφέρει ο πόλεμος και η βία- πάντοτε ανεπιθύμητες εξελίξεις.
Υπάρχει επίσης πάντα ο κίνδυνος -διότι οι Κεντρικές Τράπεζες δεν μπορούν να είναι σίγουρες και να γνωρίζουν από πριν- κατά πόσον τα επιτόκια έχουν ήδη αυξηθεί πολύ με το ενδεχόμενο να επιφέρουν μεγάλη πτώση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη ή και σε άλλες οικονομίες, ή να προκληθούν ανεπιθύμητα «ατυχήματα», όπως έγινε με την περίπτωση της Credit Suisse.
Οι Κεντρικές Τράπεζες και ειδικά οι ΕΚΤ είναι προετοιμασμένες κι έχουν εργαλεία για τα ατυχήματα αυτά, αλλά η ανάπτυξη αν συνεχίσει να υποχωρεί είναι άλλο ζήτημα και δεν αποκλείεται να προκαλέσει παρέμβαση τουλάχιστον στις ΗΠΑ που η Fed είναι επιφορτισμένη να περιφρουρήσει σε αντίθεση με την ΕΚΤ που έχει κύριο ρόλο την αναχαίτιση του πληθωρισμού και είναι υποχρεωμένη «να παίζει άμυνα κι όχι επίθεση». Αν και μπορεί να το κάνει και το έχει ήδη κάνει επί Ντράγκι, αλλά πάντα κατόπιν δυσάρεστων περιστατικών, ατυχημάτων κλπ.
Οι επιπτώσεις των αυξημένων επιτοκίων είναι δυνατόν να αργήσουν να φανούν και υπό αυτή την έννοια είναι επίσης θετική η παύση που αποφασίστηκε, (με την ελπίδα ότι δεν θα βιώσουμε μια νέα αναζωπύρωση τύπου δεκαετίας ’70 των πληθωριστικών πιέσεων λόγω πολέμου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, τα τελευταία στοιχεία επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές την προηγούμενη εκτίμηση της ΕΚΤ για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να αναμένεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό και οι εγχώριες πιέσεις τιμών παραμένουν ισχυρές. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός μειώθηκε αισθητά τον Σεπτέμβριο, μεταξύ άλλων λόγω των ισχυρών επιδράσεων της βάσης, και τα περισσότερα μέτρα του υποκείμενου πληθωρισμού συνέχισαν να χαλαρώνουν.
Σε κάθε περίπτωση το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δηλώνει ότι παραμένει σε ετοιμότητα προκειμένου να προσαρμόσει όλα τα εργαλεία που διαθέτει στο πλαίσιο της εντολής του να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία τής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Το σημερινό φρένο στις αυξήσεις των επιτοκίων αποφασίστηκε μετά την περαιτέρω επιβράδυνση των δύο κύριων δεικτών τιμών της Ευρωζώνης και την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών για τα 20 κράτη μέλη, τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με τον κίνδυνο ύφεσης το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς ο ακριβότερος δανεισμός συμπιέζει τους προϋπολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ωστόσο, αρκετά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ έχουν διαμηνύσει ότι το κόστος δανεισμού θα παραμείνει αυξημένο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%. Ενώ αρκετοί προειδοποιούν για περαιτέρω νομισματική σύσφιγξη σε περίπτωση που η ένταση στη Μέση Ανατολή μεταφερθεί στις τιμές τής ενέργειας, ορισμένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι μπορεί να χρειαστούν μειώσεις των επιτοκίων πριν από το επόμενο φθινόπωρο.