Μέχρι το τρέχον έτος θα δίνονται οι έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, λόγω των φραγμών που βάζουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω των οποίων θα πάψουν να δίνονται από το 2025.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, η σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής δεν υπαγορεύεται μόνο από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, αλλά και από την επιβράδυνση που σημειώθηκε στο ρυθμό ανάπτυξης (2% αντί πρόβλεψης 2,4%) της ελληνικής οικονομίας το 2023, εξέλιξη η οποία οδηγεί σε αναθεώρηση των προβλέψεων τόσο για φέτος όσο και για το 2025.
Η πρόβλεψη στον προϋπολογισμό για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,9% φέτος, θεωρείται τώρα υπεραισιόδοξη, χωρίς ωστόσο να έχει αναθεωρηθεί ακόμα και επισήμως. Οι νέες εκτιμήσεις θα διατυπωθούν το επόμενο διάστημα με βάση την εικόνα που θα δώσουν οι πρόδρομοι δείκτες.
Στις 22 Απριλίου αναμένονται και τα στοιχεία της Eurostat για το ύψος του πλεονάσματος του 2023, τα οποία θα αποτελέσουν το «βαρόμετρο» για τις επόμενες έκτακτες κινήσεις από την κυβέρνηση για την αποκατάσταση των απωλειών στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών που επέφερε ο υψηλός πληθωρισμός της περασμένης διετίας.
Το τέλος της εποχής των έκτακτων επιδομάτων και των επιταγών ακρίβειας σηματοδότησε από τη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης επισημαίνοντας ότι «αν ένα έτος πετύχουμε παραπάνω έσοδα από το προβλεπόμενο, δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να τα μοιράσουμε σε παροχές. Αλλά και αντίστροφα αν έχουμε λιγότερα έσοδα, δεν θα είμαστε υποχρεωμένοι να προβούμε σε περικοπές δαπανών».
Με αυτόν τον τρόπο – σημείωσε – αποθαρρύνουμε υπέρμετρη αύξηση δαπανών σε καλές οικονομικές περιόδους – η οποία λειτουργεί πληθωριστικά – και ταυτόχρονα προστατεύουμε τις δημόσιες δαπάνες σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Δεν ξοδεύουμε τα περισσεύματα. Τα κρατάμε ώστε τις δύσκολες περιόδους να μην υπάρχει πίεση στους πολίτες όπως αυτή που υπήρξε για τους Έλληνες πολίτες την προηγούμενη δεκαετία.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας
Στο δημοσιονομικό πεδίο δεν αλλάζει κάτι με το Πρόγραμμα Σταθερότητας με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος να παραμένουν «κλειδωμένοι» στο 2,1% του ΑΕΠ και στο 152,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα ενώ αμετάβλητες είναι οι προβλέψεις για μέσο πληθωρισμό 2,6% το 2024.
Με το νέο Σύμφωνο που θα εφαρμοσθεί πλήρως από το επόμενο έτος, ακόμα και αν το πρωτογενές πλεόνασμα λόγω υπερεισπράξεων είναι υψηλότερο από το στόχο ολόκληρο το «περίσσευμα» θα κατευθύνεται αποκλειστικά στη μείωση του χρέους.
Όπως σημειώνουν αρμόδια στελέχη το επίκεντρο της δημοσιονομικής προσαρμογής μετακινείται από το πρωτογενές πλεόνασμα στο ρυθμό αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών καθώς δεν πρέπει να υπερβαίνει το πλαφόν του 2,6% που πιθανότατα θα τεθεί. Μόνο στην περίπτωση που οι δαπάνες συγκρατηθούν χαμηλότερα από αυτό το όριο θα δημιουργείται ταμειακός χώρος για παροχές.
Παράλληλα, με τους κανόνες:
Η απαιτούμενη μείωση χρέους δεν θα είναι πλέον ίδια για όλους, αλλά θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους. Ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος πάνω από το 90% του ΑΕΠ όπως η Ελλάδα, τίθεται η μείωση του χρέους κατά μέσο όρο 1% υπολογιζόμενο καθ’ όλη την διάρκεια εφαρμογής του τετραετούς προγράμματος.
Μειώνονται οι ελάχιστες απαιτήσεις για περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Για την Ελλάδα το ανώτατο όριο του ελλείμματος από 0,5 – 0,7% σήμερα, με τους νέους κανόνες διαμορφώνεται στο 1,5% του ΑΕΠ.
Πάντως το τοπίο για τους νέους δεσμευτικούς στόχους για την Ελλάδα θα ξεκαθαρίσει το καλοκαίρι καθώς στα τέλη Ιουνίου η Κομισιόν αναμένεται να δημοσιεύσει τους νέους στόχους για την περίοδο 2025 – 2028 για όλες τις χώρες και θα είναι πυξίδα για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (τετραετούς διάρκειας) που θα υποβάλει η κυβέρνηση έως τις 20 Σεπτεμβρίου στην Κομισιόν.
Μεταξύ 8 – 15 Απριλίου θα διενεργηθεί και ο νέος έλεγχος από τους θεσμούς για την πρόοδο που σημειώνει η Ελλάδα στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας.