Aνάκαμψη κερδοφορίας που διαμορφώθηκε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών χάρις στην άνοδο των τιμών των καυσίμων, καταγράφουν τα ΕΛΠΕ. Τα δημοσιευμένα EBITDA στο πρώτο τρίμηνο διαμορφώνονται στα 176 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη στα 90 εκατ. ευρώ. Τα συγκρίσιμα κέρδη EBITDA ανήλθαν στα 60 εκατ. ευρώ, με τα αντίστοιχα καθαρά κέρδη στα 2 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, τα υψηλά δημοσιευμένα κέρδη οφείλονται κυρίως στην ανάκαμψη των διεθνών τιμών και την επίπτωσή τους στην αποτίμηση αποθεμάτων, καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος των απωλειών που κατέγραψε ο Όμιλος το 2020, όταν η πανδημία οδήγησε σε απότομη μείωση των τιμών αργού πετρελαίου και προϊόντων.
Στη σχετική ανακοίνωση αναφέρεται ότι το χρηματοοικονομικό κόστος ανήλθε στα 24 εκατ. ευρώ, στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών. Σημειώνεται, επίσης, ότι καταγράφηκε ιστορικά η υψηλότερη κερδοφορία για τον κλάδο Πετροχημικών, ενώ ειδική αναφορά γίνεται στην έγκριση επένδυσης ύψους 35 εκατ. ευρώ στο εργοστάσιο πολυπροπυλενίου στη Θεσσαλονίκη.
Επισημαίνεται ακόμη, ότι υλοποιείται η στρατηγική «VISION 2025», για την Ενεργειακή Μετάβαση με περιβαλλοντικούς στόχους για επίτευξη μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Η στόχευση του ομίλου είναι τα 600 MW χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ σε λειτουργία μέχρι το 2025, που θα ξεπεράσει τα 2 GW το 2030. Σε αυτό το πλαίσιο υλοποιήθηκε ήδη το 40% του μεγάλου φωτοβολταϊκού πάρκου 204 MW στην Κοζάνη.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΠΕ, Ανδρέας Σιάμισιης, επισήμανε:
«Το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούμε τους τελευταίους 14 μήνες είναι το δυσκολότερο που είχαμε να αντιμετωπίσουμε εδώ και πολλά χρόνια. Όλες οι επιχειρήσεις, ως μέλη μιας οικονομίας και κοινωνίας που δοκιμάζεται από την πανδημία και τις επιπτώσεις της, έχουν επηρεαστεί και προσαρμόζουν αντίστοιχα τη λειτουργία και τη στρατηγική τους. Ο κλάδος των πετρελαιοειδών έχει πληγεί περισσότερο από άλλους, καθώς οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και στα ταξίδια εξακολουθούν να περιορίζουν σημαντικά τη ζήτηση των προϊόντων μας.
Σαν αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι οι τιμές του πετρελαίου έχουν σταδιακά ανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα, το διεθνές περιβάλλον διύλισης σημειώνει για τέταρτο τρίμηνο στη σειρά τα χαμηλότερα περιθώρια, ενώ η ζήτηση καυσίμων στις βασικές μας αγορές υπολείπεται σημαντικά του κανονικού επίπεδου. Στο επόμενο διάστημα αναμένουμε ουσιαστική βελτίωση, καθώς η πρόοδος των εμβολιασμών θα επιτρέψει τις εσωτερικές μετακινήσεις αλλά και τα αεροπορικά ταξίδια, σε μια περίοδο σημαντική για τον τουρισμό και ιδιαίτερα για τη χώρα μας.
Τα αποτελέσματα του τριμήνου αντικατοπτρίζουν αυτό το περιβάλλον, με χαμηλή κερδοφορία στον κλάδο διύλισης ο οποίος λόγω της βαρύνουσας σημασίας που έχει, υπερκαλύπτει τις βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί στις υπόλοιπες επιχειρηματικές μονάδες του Ομίλου. Στα θετικά του τριμήνου προσμετράται και η υψηλή κερδοφορία κατά ΔΠΧΠ λόγω της αύξησης των τιμών, που καλύπτει μεγάλο μέρος των ζημιών που καταγράφηκαν πέρυσι, ενώ η συνεχιζόμενη μείωση του κόστους χρηματοδότησης επιτρέπει τον σχεδιασμό ενός πιο φιλόδοξου πλάνου ανάπτυξης.
Σε επίπεδο στρατηγικής, είναι πλέον επιτακτική η αναγκαιότητα μετασχηματισμού του Ομίλου και η στροφή προς τη Νέα Ενέργεια με επενδύσεις που συμπληρώνουν τις παραδοσιακές μας δραστηριότητες. Ο Όμιλος λειτουργεί με ένα επιχειρηματικό μοντέλο που σχεδιάστηκε με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1990 και έχει μεν καταγράψει μια πετυχημένη πορεία μέχρι σήμερα, αλλά χρειάζεται να αλλάξει λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες εξελίξεις, καθώς και τις συνθήκες που αναμένεται να επικρατούν στην αγορά ενέργειας και στην οικονομία στα επόμενα χρόνια.
Το πρόγραμμα «VISION 2025» στοχεύει στο να καταστήσει τον Όμιλο πρωταγωνιστή σε αυτή τη νέα αγορά, μέσα από ένα ολιστικό πρόγραμμα βελτίωσης και ανάπτυξης, το οποίο καθορίζει τη στρατηγική μας σε όλες τις δραστηριότητες σε θέματα ESG, στρατηγικής επενδύσεων, εταιρικής δομής, εταιρικής διακυβέρνησης και της εικόνας του Ομίλου στην αγορά. Αποτελεί έναν φιλόδοξο «οδικό χάρτη», που παρόλες τις δυσκολίες στην υλοποίησή του, είναι απαραίτητο για την περαιτέρω εξέλιξη μας, με σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκομένους και την Ελληνική οικονομία.»