«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τακτοποιούν τους ισολογισμούς τους, ενώ το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει πέσει αρκετά», τόνισε ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, επισημαίνοντας πάντως ότι «υπάρχουν ωστόσο ακόμα δάνεια που πρέπει να τακτοποιηθούν».
Αναφερόμενος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο κ. Ενρία τόνισε πως πέρα από το πρόγραμμα «Ηρακλής» σε άλλες χώρες έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά οι εταιρίες διαχείρισης διαθεσίμων.
Κάλεσε δε τις ελληνικές τράπεζες να ολοκληρώσουν τις συμφωνίες για την περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων, διαβεβαιώνοντας ότι θα έχουν τη στήριξη της ΕΚΤ.
«Έχουν επανέλθει οι ελληνικές τράπεζες στην αγορά, με εκδόσεις διαφορετικών εργαλείων και ομολόγων. Οι περισσότερες εκδόσεις πήγαν πολύ καλά, υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες» ανέφερε.
Για την εταιρική διακυβέρνηση, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση των διοργανωτών του Φόρουμ, ο Αντρέα Ενρία σημείωσε πως στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί.
«Είδαμε μία ριζική αναδιάρθρωση το 2016, μια ανανέωση των ΔΣ». Σύντομα, όπως είπε, θα εκδοθεί ένας οδηγός που θα βοηθήσει στον καλύτερο έλεγχο των τραπεζών.
«Έτοιμες να βάλουν πλάτη μετά την πανδημία»
«Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να βοηθήσουν στην επόμενη μέρα, αρκεί να μπορούν να αξιολογούν τους πελάτες τους, ποιοι μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους» ανέφερε ο κ. Ενρία.
Τόνισε πως και την περίοδο της πανδημικής κρίσης η στήριξη των τραπεζών στην οικονομία δεν σταμάτησε. Υλοποιήθηκαν μέτρα, όπως είπε, που οδήγησαν τις τράπεζες να έχουν κεφαλαιακή επάρκεια.
«Στην Ελλάδα τα δάνεια αναπτύχθηκαν κατά 10% το 2020, αλλά θα πρέπει να έχουμε καλά δάνεια για να αποφευχθεί στο μέλλον η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων» προσέθεσε.
«Η πανδημία οδήγησε σε μία αλματώδη αύξηση των τεχνολογιών, αυτό αποτελεί στοίχημα και για εμάς και για τις τράπεζες» εκτίμησε.
Τέλος, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, σχολίασε και τις ανησυχίες για μια απότομη έκρηξη του πληθωρισμού που έχουν αποτυπωθεί και στην αύξηση των επιτοκίων στα κρατικά ομόλογα, σημειώνοντας ότι σε κάποιο βαθμό «οι τράπεζες το ανέμεναν καθώς τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μια πίεση στα περιθώρια των επιτοκίων».