Επενδύσεις ύψους 10 εκατ. ευρώ έως το 2023 για την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας αλλά και αποθήκευσης, διπλασιασμό των εξαγωγών, δημιουργία νέων καινοτόμων προϊόντων και έμφαση στα Healthy Snack, αποτελούν το πλάνο στρατηγικής ανάπτυξης της Agrino, σύμφωνα με τον Αγι Πιστιόλα βασικό μέτοχο και Marketing and Export Director της εταιρείας.
Ειδικότερα, όπως δηλώνει στο Liberal «οι εξαγωγές αποτελούν βασικό πυλώνα στρατηγικής ανάπτυξης της Ελληνικής εταιρείας, και πρωταρχική επιδίωξη είναι η ανάπτυξή τους από 15% που είναι σήμερα επί του τζίρου να φθάσουν στο τέλος της διετίας 2021 – 2023 στο 30%.
Η Agrino έχει παρουσία σε 30 χώρες οι οποίες αφορούν κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, στη Βόρεια Αμερική και σε κάποιες χώρες της Αφρικής και στόχος μας είναι η ενίσχυση της θέσης μας στις συγκεκριμένες αγορές οι οποίες είναι μεγάλες και πολύ δυναμικές Ενδιαφέρον δε παρουσιάζουν για τα προϊόντα μας και νέες αγορές όπως είναι οι χώρες της Ανατολικής Ασίας και η Αυστραλία».
«Η ενδυνάμωση στις συγκεκριμένες αγορές αναμένεται να επιτευχθεί με νέα καινοτόμα προϊόντα αλλά και νέα κανάλια διανομής και πρέπει να σημειώσουμε ότι με την πανδημία να χτυπά σε παγκόσμιο επίπεδο, καθοριστικό είναι το momentum, δηλαδή πότε θα ανοίξουν αυτές οι αγορές».
Πέρα από τη σημαντική διεύρυνση των εξαγωγών, ο σχεδιασμός της Agrino προσβλέπει σε ανάπτυξη μεριδίων και εσόδων και βελτίωση της κερδοφορίας.
Προς τούτο, η εταιρεία υλοποιεί τρία επενδυτικά προγράμματα συνολικού ύψους 10 εκατ. ευρώ, τα οποία έχουν ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2022.
Κύριος στόχος του επενδυτικού πλάνου είναι ο εκσυγχρονισμός του μηχανολογικού εξοπλισμού και των παραγωγικών διεργασιών, η σημαντική αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας, η εισαγωγή πρόσθετων αυτοματισμών, η επένδυση στην ψηφιακή τεχνολογία με εισαγωγή νέων προηγμένων λογισμικών, η παραγωγή νέων καινοτόμων προϊόντων που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες καθώς και η δημιουργία υποδομών αποθήκευσης και ξήρανσης πρώτων υλών.
Η Agrino έχει καταγράψει πολύ πετυχημένη πορεία με την είσοδο της στην αγορά των snacks με τις ρυζογκοφρέτες και συνεχίζει να επενδύει σε αυτήν, καθώς αν και εισήλθε στη συγκεκριμένη κατηγορία μόλις την άνοιξη το 2019, έχει καταφέρει να κατακτήσει ήδη μερίδιο άνω του 40%, σε μια αγορά που στην Ελλάδα υπολογίζεται περίπου στα 8 με 10 εκατ. ευρώ.
Είναι δε σημαντικό ότι η μεγάλη ζήτηση για ρυζογκοφρέτες και το επιτυχημένο εγχείρημα σε αυτό τον κλάδο οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας, διεύρυνση πολύ γρήγορα των κωδικών της, ενώ εντός του τρέχοντος έτους αναμένεται το λανσάρισμα νέων καινοτόμων προϊόντων.
Όπως σημειώνει ο ίδιος,«η εταιρεία δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων και είμαστε περήφανοι που συμβάλλαμε με τα προγράμματα μας σε συνεργασία με τους Έλληνες παραγωγούς ώστε το ελληνικό όσπριο να ξαναβρεί την αίγλη του στην ελληνική αγορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2006 το ποσοστό εισαγωγής στα όσπρια άγγιζε το 90% και πλέον η ποσόστωση έχει αλλάξει με τα ελληνικά όσπρια να αποτελούν το 35%. Στο ρύζι δε, το 90% πλέον αφορά σε ελληνικό ρύζι σε όλες τις κατηγορίες πλην κάποιων εξωτικών ρυζιών που δεν παράγονται εδώ».
Όσον αφορά στο ρύζι, η Agrino, έχει απευθείας συνεργασίες εδώ και δύο δεκαετίες περίπου με κορυφαίους παραγωγούς ρυζιού (σε όγκους παραγωγής και ποιότητα) από Θεσσαλονίκη και Σέρρες, οι οποίοι καλύπτουν πάνω από το 90% της εγχώριας παραγωγής. Η εταιρεία εφαρμόζει τους κανόνες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής στους προμηθευτές - παραγωγούς της.
Όπως σημειώνει ο Α. Πιστιόλας πολύ σημαντικός παράγοντας για την πορεία των προϊόντων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι το γεγονός ότι «παγκοσμίως είμαστε η μόνη εταιρεία που έχουμε πλήρη ιχνηλασιμότητα του προϊόντος από το χωράφι μέχρι το τραπέζι, αναγράφοντας σε εμφανές σημείο σε κάθε συσκευασία το όνομα του καλλιεργητή και την περιοχή όπου παράγεται το προϊόν, τιμώντας έτσι τον μόχθο του καλλιεργητή και την πρωτογενή παραγωγή ενώ δείχνουμε έμπρακτα και τον σεβασμό μας στον καταναλωτή».
Όσον αφορά στα οικονομικά της αποτελέσματα το 2019 που είναι και τα διαθέσιμα στοιχεία, η εταιρεία εμφάνισε καθαρές πωλήσεις 29,3 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας οργανική ανάπτυξη, χωρίς εμπόριο πρώτων υλών, της τάξεως του 6,3%. Η λειτουργική κερδοφορία (EBITDA) το 2019 υπερέβη τα 2 εκατ. ευρώ έναντι 1,56 εκατ. ευρώ το 2018. Με βάση δε, την είσοδο στη νέα κατηγορία αλλά και την καλή πορεία των παραδοσιακών προϊόντων της εταιρείας το 2020 αναμένεται να κλείσει με σημαντική ανάπτυξη.