Έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) κατέδειξε ότι σχεδόν εννέα στους δέκα Έλληνες αναγνωρίζουν την ανάγκη να αλλάξουν και να προσαρμόσουν τον τρόπο ζωής τους στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Οι ερωτηθέντες κατέταξαν την κλιματική αλλαγή στη δεύτερη θέση μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα τους, πίσω μόνο από το κόστος ζωής. Πολλοί πιστεύουν ότι η επένδυση στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή σήμερα θα αποτρέψει υψηλότερο κόστος στο μέλλον.
Πιο συγκεκριμένα, το 98% των Ελλήνων ερωτηθέντων δηλώνει ότι είναι σημαντικό να προσαρμοστεί η χώρα τους στην κλιματική αλλαγή. Από αυτούς, το 60% δηλώνει ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε αυτή την προσαρμογή. Το 90% συμφωνεί ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθούν σήμερα επενδύσεις για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή ώστε να αποφευχθεί το ακόμα υψηλότερο κόστος στο μέλλον.
Όπως σημειώνεται, φέτος, η Ελλάδα ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με πολλά έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως μεταξύ άλλων η κακοκαιρία Atena, τον Σεπτέμβριο, με σφοδρή βροχόπτωση και κεραυνούς και αργότερα, τον ίδιο μήνα, μια παρατεταμένη περίοδος δυσμενών καιρικών συνθηκών, καθώς και οι υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι που συνέβαλαν στη μεγάλη δασική πυρκαγιά κοντά στην Αθήνα τον Αύγουστο. Τα φαινόμενα αυτά οδήγησαν σε γενικευμένες προειδοποιήσεις, εκκενώσεις και σημαντικές διαταραχές σε ολόκληρη τη χώρα.
Δεδομένου ότι η συχνότητα και η σοβαρότητα των φυσικών καταστροφών αυξάνεται, το οικονομικό τίμημα της κλιματικής αλλαγής εξακολουθεί να κλιμακώνεται. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι το κόστος αυτών των καταστροφών θα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.
Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η Ευρώπη είναι επί του παρόντος η ήπειρος που θερμαίνεται ταχύτερα στον κόσμο και τα ακραία καιρικά φαινόμενα αναμένεται να αυξηθούν με την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Αυτή η κλιμάκωση θέτει σημαντικές προκλήσεις για τις υποδομές και απειλεί τη σταθερότητα των παγκόσμιων προμηθειών νερού και τροφίμων, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη για ολοκληρωμένες στρατηγικές προσαρμογής.
«Στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αναγνωρίζουμε ότι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί απλώς ανάγκη για το μέλλον, αλλά και άμεση προτεραιότητα για την Ελλάδα. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν είναι μόνο ηθική ευθύνη αλλά και μια οικονομική ευκαιρία. Πραγματοποιώντας σήμερα επενδύσεις, έχουμε τη δυνατότητα να προστατεύσουμε ζωές, να στηρίξουμε τη βιώσιμη ανάπτυξη και να ελαχιστοποιήσουμε το μακροπρόθεσμο κόστος της αδράνειας. Η ΕΤΕπ έχει αναλάβει τη δέσμευση να συνεργαστεί με την Ελλάδα, παρέχοντάς της χρηματοδότηση αλλά και συμβουλευτικές υπηρεσίες προκειμένου να διασφαλίσει αποτελεσματικές και ανθεκτικές στρατηγικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που δεν θα αφήνουν κανέναν στον περιθώριο», δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ Ιωάννης Τσακίρης.
Η ΕΤΕπ δημοσίευσε σήμερα την έβδομη ετήσια έρευνά της για το κλίμα, καταγράφοντας τις απόψεις περισσοτέρων από 24.000 ερωτηθέντων σε ολόκληρη την ΕΕ και τις ΗΠΑ σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Στην έρευνα, που διεξήχθη τον Αύγουστο του 2024, συμμετείχαν 1.000 άτομα από την Ελλάδα.
Εθνική προτεραιότητα
Οι Έλληνες ερωτηθέντες θεωρούν την κλιματική αλλαγή (παράλληλα με την ανεργία) ως τη δεύτερη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα, μετά το αυξανόμενο κόστος ζωής.
Σε αυτό το πλαίσιο:
- Το 98% αυτών αναγνωρίζει την ανάγκη προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (σε σύγκριση με τον μέσο όρο 94% της ΕΕ). Συγκεκριμένα, το 60% (10 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο 50% της ΕΕ) θεωρεί ότι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αποτελεί προτεραιότητα στην Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια.
Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται επίσης ως οικονομική ευκαιρία και μακροπρόθεσμη επένδυση για τη χώρα:
- Το 92% δηλώνει ότι οι επενδύσεις για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην τόνωση της τοπικής οικονομίας (σε σύγκριση με το 86% στην ΕΕ).
- Το 90% πιστεύει ότι για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή απαιτούνται επενδύσεις σήμερα ώστε να αποφευχθεί το υψηλότερο κόστος στο μέλλον (σε σύγκριση με το 85% στην ΕΕ).