Με εντατικούς ρυθμούς ετοιμάζονται υπουργείο Δικαιοσύνης, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οφειλέτες για το μεγάλο τσουνάμι των πλειστηριασμών που θα παρασύρει τα πάντα από 1/1/2017.
Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, παρά την κυβερνητική προσπάθεια να φανεί ότι κάτι πάει να αλλάξει και το εντατικό επικοινωνιακό παιχνίδι περί ρύθμισης που θα εξαιρεί την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμούς για χρέη προς το Δημόσιο, και την προηγούμενη εβδομάδα η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική. Και αυτό διότι επιδιώχθηκε να βγουν στο σφυρί αγροτεμάχια για χρέη 9.000 ευρώ, γραφεία ή κατοικίες για 5.000 ευρώ και αν δεν υπήρχε παρέμβαση από διάφορες συλλογικότητες ανώνυμων πολιτών και την πλειονότητα των συμβολαιογράφων, είναι βέβαιο ότι θα χάνονταν μεγάλες περιουσίες από ήδη ευρισκόμενους σε αδυναμία οφειλέτες.
Σε κάθε περίπτωση, φορείς του Δημοσίου και τράπεζες έχουν εντολή επίσπευσης των πλειστηριασμών μόνο για έχοντες, δηλαδή για μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία και όχι για πρώτη κατοικία, χωρίς όμως να κρύβουν την απαισιοδοξία τους για την τελική προσπάθεια νομοθέτησης νέου πλαισίου προστασίας των οφειλετών για χρέη προς το Δημόσιο. Όπως αναφέρει το Πρώτο Θέμα, τράπεζες και Δημόσιο διατάχθηκαν να μην ασκήσουν όλη τους την πίεση και εθιμικά (καθώς δεν υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο) να μπλοκάρουν -προς το παρόν- κάθε επιθετική ενέργεια, με το κουαρτέτο, όμως, να μη δείχνει διάθεση συνεργασίας.
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση αγοράζει χρόνο, διαβλέποντας ωστόσο αδιέξοδο για δύο λόγους:
Ο πρώτος έχει να κάνει με την τελική στάση των δανειστών, οι οποίοι κάθε άλλο παρά με καλό μάτι βλέπουν μια οριζόντια πράξη προστασίας της πρώτης κατοικίας από οφειλές προς το Δημόσιο.
Επίσης, βάσει των ποσοτικών στόχων που η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει και από τους οποίους δεν μπορούν να παρεκκλίνουν έστω και κατ' ελάχιστον οι Έλληνες τραπεζίτες, οι πλειστηριασμοί οφείλουν να γίνουν μαζικοί. Αυτό αφορά το 40% των συνολικών κόκκινων δανείων, ειδικά από τις αρχές του επόμενου έτους.
Για αυτά η ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει σαφείς δεσμεύσεις, ενώ τεχνηέντως παραλείπει να αναφέρει ότι εάν αυτοί οι ποσοτικοί στόχοι δεν επιτευχθούν, τότε θα υπάρξουν άμεσες επιπτώσεις, κυρίως για τις τράπεζες και τις διοικήσεις τους.