Αν και παραμένουν συντηρητικοί στις τοποθετήσεις τους, παρουσιάζοντας το μεγαλύτερο ποσοστό καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Έλληνες αρχίζουν να στρέφονται έστω και αργά στην κατεύθυνση ανάληψης ρίσκου για την επίτευξη αποδόσεων, καθώς τα μηδενικά επιτόκια, παρά τα περιστασιακά αντίδοτα, είναι μια πραγματικότητα. Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, καταγράφουν για πρώτη φορά την «τάση» μεταφοράς αποταμιεύσεων από τις προθεσμιακές σε επενδυτικά προϊόντα, ανοίγοντας την αυλαία μιας νέας εποχής, στην οποία οι τραπεζικές υπηρεσίες θα παίξουν κρίσιμο ρόλο.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, η μείωση των υπολοίπων στους λογαριασμούς προθεσμίας έφτασε τον Ιανουάριο στα 420 εκατ. ευρώ, ακολουθώντας την «τάση» που ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβριο. Όταν δηλαδή άρχισε να γίνεται αισθητή η μείωση των επιτοκίων στις προθεσμιακές, που υποχώρησαν τότε κάτω από 0,50%. Έτσι, στο πεντάμηνο που ακολούθησε η συνολικές εκροές από τις προθεσμιακές καταθέσεις (που σήμερα σημειωτέον έχουν μέσο επιτόκιο 0,15%) ξεπέρασαν τα 2 δις. ευρώ.
Το ενδιαφέρον δεδομένο στα στοιχεία της ΤτΕ, είναι ότι για την ίδια περίοδο, η αύξηση των υπολοίπων στους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης έφτασε στο 1,50 δισ. ευρώ. Κάτι που σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, έχει την «ανάγνωση» ότι τα 500 εκατ. ευρώ που «λείπουν» κατευθύνθηκαν σε επενδυτικά προϊόντα.
Η αποτύπωση αυτή, ανοίγει την περίοδο …ρίσκου για την επίτευξη αποδόσεων στις αποταμιεύσεις. Για τη νέα πραγματικότητα, μίλησε μέσα στην εβδομάδα και ο CEO της Eurobank, Φωκίων Καραβίας: «Η προφανής και απλή λύση της προθεσμιακής κατάθεσης για την επίτευξη αποδόσεων δεν υφίσταται πλέον. Τα δεδομένα σήμερα έχουν ριζικά μεταβληθεί, όχι μόνο ως συνέπεια της ελληνικής κρίσης, αλλά και ενός καινούριου και απροσδόκητου διεθνούς περιβάλλοντος». Μιλώντας δε, για την τράπεζα την οποία διοικεί, σημείωσε πως « θέτουμε ξανά στο επίκεντρο τη διαχείριση της αποταμίευσης, που απαιτεί εξειδικευμένη γνώση και νέα εργαλεία. Στόχος μας είναι να μοιραζόμαστε τη γνώση και να δώσουμε στους πελάτες μας επιλογές».
Στο νέο περιβάλλον, και με δεδομένο ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να κρατούν τις περιουσίες τους στις τράπεζες, οι τραπεζικές υπηρεσίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, στην επίτευξη αποδόσεων, αλλά και στην μέσω αυτών διατήρηση της πελατείας. Και αυτό, καθώς η έναρξη της «ελληνικής στροφής» στα επενδυτικά προϊόντα (με ρίσκο), έρχεται σε μία περίπλοκη περίσταση στην οποία ο κλυδωνισμός των αγορών, λόγω του κορωνοιού, ήδη επηρεάζει αρνητικά. Και κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται, προϊόντα τα οποία είχαν θετικές αποδόσεις τους προηγούμενους μήνες, να αλλάξουν συμπεριφορά.
Τα ελληνικά νοικοκυριά εξακολουθούν να τοποθετούν μεγαλύτερο μέρος της αποταμίευσής τους σε καταθέσεις, σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης. Το γεγονός αυτό, καθιστά επιτακτική την ανάγκη διαφοροποίησης ενός χαρτοφυλακίου, δεδομένης και της πολιτικής της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.
Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε η Eurobank, το 54,30% του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών, δηλαδή περί τα 116 δισ. ευρώ, είναι τοποθετημένο σε καταθέσεις, ανοιχτής ζήτησης και προθεσμίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη διαμορφώνεται μόλις σε 31,60%. Ο λόγος της μεγάλης διαφοράς έγκειται κυρίως στο ότι μέχρι πρότινος τα επιτόκια καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών ήταν πολύ υψηλά, λόγω του ρίσκου χώρας (ακόμη και 5% το 2015) αλλά και της προσπάθειας να παραμείνουν οι καταθέσεις στις τράπεζες. Σήμερα, όπως είναι γνωστό, η εικόνα έχει αλλάξει, το επιτόκια έχουν εκμηδενιστεί ενώ δεν αποκλείεται, τους επόμενους μήνες να σημειώσουν νέας μείωση. Όπως είναι πολύ πιθανό, ότι και τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου, να γίνουν …παρελθόν, μέσα στη χρονιά.
Οι τράπεζες, μέσα από τις θυγατρικές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών τους έχουν διαμορφώσει πολλά προγράμματα και προϊόντα τα οποία απευθύνονται σε πελάτες χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις, μέσω των private αλλά κυρίως των personal banking που απευθύνονται σε πελάτες με περιουσία ως 150.00 ευρώ περίπου.
Το «στοίχημα» για το επόμενο διάστημα θα είναι η πελατεία που θα δεχθεί να αναλάβει το όποιο ρίσκο, να μείνει ικανοποιημένη από τις αποδόσεις. Σήμερα, τα επενδυτικά προϊόντα, που στηρίζονται στην επαγγελματική διαχείριση μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων, στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 2,60% του πλούτου έναντι 8,80% στην Ευρωζώνη. Επομένως και τα περιθώρια ανόδου είναι υψηλά.
Ένα άλλο στοίχημα θα είναι και η σταδιακή εισαγωγή των μακροχρόνιων συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών προγραμμάτων που διαμορφώνουν κυρίαρχη τάση στην Ευρωζώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «ευρωπαϊκός πλούτος» είναι τοποθετημένος κατά 33,5% σε τέτοια προϊόντα, που έχουν αποδόσεις της τάξης του 4,5%, αν και αυτά εμπεριέχουν ρίσκο.