Οι κλάδοι της ενέργειας, των logistics και του τουρισμού είναι στρατηγικοί για την ελληνική οικονομία και έχουν μεγάλη δυναμική ανάπτυξης. Μαζί με άλλους εξωστρεφείς τομείς, θα συμβάλλουν στην αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης. Αυτά σημειώνει σε μελέτη της η Eurobank, όπου εξετάζει τα εν εξελίξει επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους 22,4 δισ. ευρώ, στους τρεις αυτούς κλάδους.
Η μελέτη -την οποία υπογράφουν οι κ.κ. Φωκίων Καραβίας, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank και Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Group Chief Economist της Eurobank, επισημαίνει ότι τα εξεταζόμενα έργα οδηγούν σε ορίζοντα δεκαετίας στη δημιουργία ΑΕΠ 25,2 δισ. ευρώ - 31,4 δισ. ευρώ, ανάλογα με το σενάριο και σε ορίζοντα 20ετίας, σε αύξηση του ΑΕΠ 45 δισ. ευρώ - 65,5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, υπό ορισμένες υποθέσεις, τα εξεταζόμενα επενδυτικά σχέδια και η συνδεόμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μπορούν να οδηγήσουν, σε 10ετή ορίζοντα, στη δημιουργία 485.000 - 605.000 θέσεων εργασίας.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε αναζήτηση δυναμικών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια και απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου, από μεγέθυνση που βασίζεται στην κατανάλωση με καύσιμο τον δανεισμό, σε ανάπτυξη με οδηγό τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Σύμφωνα με την Eurobank, η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια καθαρή αύξηση του κεφαλαιακού της αποθέματος κατά 86 δισ. ευρώ σε τιμές 2010, μόνο για να φτάσει στα επίπεδα του 2010. Επιπλέον, η σύνθεση των επενδύσεων πρέπει να αλλάξει με ενίσχυση των επενδύσεων σε εξοπλισμό, υποδομές και έρευνα & ανάπτυξη, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη πολλαπλασιαστική επίπτωση στο ΑΕΠ και είναι απαραίτητες για την στροφή προς την οικονομία της γνώσης.
Η μελέτη αναλύει τα χαρακτηριστικά και τα κύρια μεγέθη των τριών τομέων:
Ο κλάδος της ενέργειας συνεισφέρει το 2,7% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων χονδρικού και λιανικού εμπορίου. Ωστόσο, η δυνητική του συνεισφορά είναι πολλαπλάσια. Η συνεχιζόμενη απελευθέρωση της χονδρικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας, η διαθεσιμότητα ανανεώσιμων και ορυκτών πηγών και οι ανακαλύψεις πεδίων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Η ενέργεια αποτελεί στρατηγικό καταλύτη για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας καθόσον συνδέεται με μεγάλα επενδυτικά έργα υποδομής (αγωγοί, λιμένες, μονάδες παραγωγής ενέργειας, εγκαταστάσεις αποθήκευσης), έχει ζωτική συμβολή στο κόστος της παραγωγής και δημιουργεί θετικές οικονομίες κλίμακας και φάσματος για άλλους τομείς.
Τα logistics συνεισφέρουν το 6,5% της συνολικής ΑΠΑ αλλά μόνο 3,8% αν εξαιρεθεί η ναυτιλία. Αποτελούν επίσης κλάδο στρατηγικής σημασίας και μεγάλης δυναμικής για την Ελλάδα, κυρίως λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας ως διαμετακομιστικού κόμβου μεταξύ Ευρώπης και Άπω Ανατολής. Ωστόσο, το γεωγραφικό πλεονέκτημα της χώρας παραμένει ως επί το πλείστον αναξιοποίητο λόγω της καθυστέρησης στην ανάπτυξη έργων υποδομής (λιμένων, οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, αερομεταφορών, εγκαταστάσεων αποθήκευσης) και υστερήσεων στην ανταγωνιστικότητα. Πολιτικές για τη βελτίωση των υποδομών, της ανταγωνιστικότητας κόστους, της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών logistics, τη μείωση των διαδικασιών στα σύνορα και τη λοιπή γραφειοκρατία θα μπορούσαν, εκτός από τη θετική επίδραση που θα έχουν στις ελληνικές εξαγωγές, να αυξήσουν το μερίδιο συμβολής στην ΑΠΑ του εγχώριου κλάδου logistics στα επίπεδα του αντίστοιχου της Ευρωζώνης (ήτοι ετήσια αύξηση 1% της ΑΠΑ).
Ο τουρισμός αποτελεί ήδη έναν σημαντικό κλάδο, με μερίδιο 6,4% στην ΑΠΑ, μεγάλες δευτερογενείς διαχύσεις, και είναι κλάδος εξ ορισμού εξωστρεφής. Λόγω των ιδιαίτερων φυσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών της Ελλάδας, το "ήλιος και παραλία" είναι το κυρίαρχο τουριστικό μοντέλο, ακολουθούμενο από εξειδικεύσεις "city break", πολιτιστικού, θρησκευτικού, ναυτικού και συνεδριακού τουρισμού. Ως συνέπεια, ο κλάδος εμφανίζει υψηλή εποχική και γεωγραφική συγκέντρωση. Τα τελευταία χρόνια, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των αφίξεων, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών και αναβάθμιση των ξενοδοχειακών υποδομών. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις, όπως η υψηλότερη επιβάρυνση από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες, υψηλές επισφάλειες για ορισμένα ξενοδοχεία, ελλείψεις στον χωροταξικό σχεδιασμό, το νομικό πλαίσιο, τους κανόνες που διέπουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την τεχνολογική ετοιμότητα και την υποδομή εδάφους και λιμένων. Επιπλέον, οι δαπάνες ανά ταξίδι στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλές σε σύγκριση με εκείνες των ανταγωνιστικών προορισμών. Ενόψει μίας αυξανόμενης διεθνούς τουριστικής ζήτησης, η διασφάλιση και βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στον διεθνή τουριστικό χάρτη επιβάλλει τη διαφοροποίηση του υπάρχοντος προϊοντικού μείγματος μέσω της αναβάθμισης των δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών, αλλά και μέσω της στόχευσης εξειδικευμένων αγορών, όπως οι επισκέπτες μεγαλύτερης ηλικίας, τα επαγγελματικά ταξίδια, η κρουαζιέρα και το city break, συνδεόμενο με ευρύτερους σχεδιασμούς όπως η ανάπτυξη της λεγόμενης «αθηναϊκής ριβιέρας».
Δείτε εδώ αναλυτικά ολόκληρη τη μελέτη της Eurobank (στα αγγλικά).