Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Γιατί το ελληνικό δημόσιο «κόπτεται» να βγει ξανά στις αγορές όταν οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2019 έχουν καλυφθεί πλήρως; Η απάντηση είναι απλή: Δεν κόπτεται να αντλήσει χρήματα, απλώς σπεύδει να εκμεταλλευτεί την εντυπωσιακή αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και να «ταρακουνήσει» τις αγορές, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα επιστροφής στην κανονικότητα των χαμηλών επιτοκίων.
Όταν στην αμέσως προηγούμενη έκδοση 10ετούς ομολόγου έχεις καταφέρει μετά βίας να εξασφαλίσεις επιτόκιο 3,9% και στην παρούσα συγκυρία μπορείς να δανειστείς με επιτόκιο στην περιοχή του 1,45%, τότε αποδεικνύεις ότι μέσα σε 7 μήνες κατάφερες να περιορίσεις κατά 63% το κόστος χρηματοδότησης. Με άλλα λόγια, προβαίνοντας σε μία κίνηση που έχει περισσότερο χαρακτήρα ψυχολογίας, το ελληνικό δημόσιο «κλειδώνει» την πτώση, υπό την έννοια ότι καταγράφεται σε επίσημη δημοπρασία.
Χθες, ο ΟΔΔΗΧ ανακοίνωσε ότι ξεκινάει τις διαδικασίες για το reopening της έκδοσης του περασμένου Μαρτίου, όταν το ελληνικό δημόσιο άντλησε από τις αγορές 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,9%. Το βιβλίο προσφορών αναμένεται να ανοίξει μέσα στις επόμενες ώρες για 1,5 δισ. ευρώ και δεν αποκλείεται να δούμε το ενδιαφέρον των επενδυτών να διαμορφώνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ελληνικά ομόλογα προσφέρουν τις μεγαλύτερες αποδόσεις στην Ευρωζώνη και είναι από τα λίγα που δίνουν κάποιο έστω μικρό επιτόκιο στους επενδυτές.
Τον περασμένο Μάρτιο πραγματοποιήθηκε η πρώτη έξοδος στις αγορές με 10ετές ομόλογο από το 2010, σηματοδοτώντας την απαρχή της «επιστροφής». Από τότε ξεκίνησε μία πτωτική πορεία για τις αποδόσεις, η οποία συνεχίστηκε με ήπιο ρυθμό έως τις ευρωεκλογές και από κει και πέρα είδαμε την απόλυτη κατάρρευση σε διαδοχικά ιστορικά χαμηλά. Οι ελληνικοί τίτλοι, άλλωστε, είναι παγκόσμιοι πρωταθλητές μέσα στο 2019 καταγράφοντας τη μεγαλύτερη άνοδο από κάθε άλλο asset.
Η χθεσινή αιφνιδιαστική ανακοίνωση για έξοδο στις αγορές προκάλεσε ταραχή στην αγορά ομολόγων με αποτέλεσμα οι ελληνικοί τίτλοι να εμφανίσουν ακραία μεταβλητότητα από το 1,35% έως το 1,49%, αντανακλώντας τις πρώτες εκτιμήσεις για επιτόκιο στην περιοχή του 1,45%-1,6%.
Στις 5 Μαρτίου 2019 το liberal.gr ανέφερε, επικαλούμενο ξένους επενδυτές που είχαν έρθει στην Αθήνα για συναντήσεις με εγχώριους φορείς ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την μετέπειτα σχέση της Ελλάδας με τις αγορές θα είναι η δυναμική που θα έφερνε η νέα κυβέρνηση. Οι ίδιοι επενδυτές έλεγαν με νόημα ότι ο νέος πρωθυπουργός θα έπρεπε να δείξει από την πρώτη στιγμή ότι φέρνει αέρα ανάπτυξης στη χώρα μέσω επενδύσεων.
Αυτό ακριβώς έγινε και το ελληνικό δημόσιο επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει την τρομακτική βελτίωση του κλίματος και να στείλει ένα ιδιαίτερα ηχηρό μήνυμα στις αγορές, δείχνοντας ότι η αλλαγή έχει συντελεστεί και πως πλέον η Ελλάδα είναι ένας «κανονικός» επενδυτικός προορισμός και όχι μία αποκλεισμένη οικονομία στης οποίας τον ουρανό πετούν μόνο… κοράκια.
Η αλλαγή μάλιστα δεν έγινε σε πετά μήνες που μεσολάβησαν από τις αρχές Μαρτίου και την τελευταία έκδοση αλλά από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου. Στο εξής, το ελληνικό δημόσιο πρέπει να επιδιώξει να χτίσει την καμπύλη των αποδόσεων, να ενισχύσει τη ρευστότητα των τίτλων και να επαναφέρει με σταθερά βήματα την Ελλάδα στα ραντάρ των μακροπρόθεσμων επενδυτών, όπως των μεγαλύτερων συνταξιοδοτικών ταμείων στον κόσμο τα οποία αναζητούν εναγωνίως αποδόσεις.
Αυτό βέβαια, θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα με την οποία θα… αναγκάσουμε τους οίκους αξιολόγησης να μας αναβαθμίσουν και να ξεφύγουμε μια και καλή από την κατηγορία «junk». Μία έκδοση με ισχυρό ενδιαφέρον και το χαμηλότερο επιτόκιο όλων των εποχών αναμφίβολα συμβάλλει στην περαιτέρω βελτίωση του κλίματος. Υπενθυμίζεται ότι στις 25 Οκτωβρίου είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την S&P, ενώ την 1η Νοεμβρίου αναμένεται ο «χρησμός» του καναδικού οίκου DBRS.