Η απόφαση της ΕΕ να αυξήσει τους δασμούς για εισαγόμενα από την Κίνα ηλεκτρικά αυτοκίνητα κατά 17,4 έως 38,1% (από 10% που είναι σήμερα) αποτελεί σταθμό στις σινοευρωπαϊκές σχέσεις. Στην παρούσα φάση η αύξηση αυτή έχει προσωρινό χαρακτήρα μέχρι την επιβεβαίωσή της το επόμενο φθινόπωρο, αλλά ήδη χαρακτηρίζεται από πολλούς ως κήρυξη εμπορικού πολέμου. Αναμένεται η Κίνα να απαντήσει με αντίποινα άμεσα, αυξάνοντας τους δικούς της δασμούς για την εισαγωγή ευρωπαϊκών ποτών και τροφίμων, π.χ. γαλακτοκομικών προϊόντων.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς πώς φτάσαμε ως εδώ. Η επιδείνωση των ευρωκινεζικών εμπορικών σχέσεων κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία είναι. Το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ έναντι της Κίνας διευρυνόταν επί χρόνια και κορυφώθηκε το 2022 σε 400 δισ. ευρώ περίπου. Πέρυσι έπεσε κάτω από τα 300 δισ. ευρώ, αλλά σε αξία και όχι απαραίτητα σε όγκο. Η συρρίκνωση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε συναλλαγματικές ισοτιμίες και τη μείωση τιμών από κινεζικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, προκειμένου να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η ΕΕ ακολουθεί με καθυστέρηση τουλάχιστον μιας πενταετίας την αύξηση δασμών στις ΗΠΑ, αλλά τέτοια αμυντική στάση δεν τηρούν μόνο οι δυτικές οικονομίες. Ολοένα και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και μελών του σχηματισμού BRICS, επίσης αυξάνουν τους δασμούς τους για εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, π.χ. Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Χιλή, Τουρκία, κ.ά. Και η τάση αυτή αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια. Είναι φανερό ότι παρακολουθούμε έξαρση του προστατευτισμού σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά τα αίτια αυτής της εξέλιξης βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό σε δομικές αντιφάσεις της κινεζικής οικονομίας.
Η εξάντληση του κινεζικού αναπτυξιακού προτύπου
Η θεαματική ανάπτυξη της Κίνας μετά το 1978 στηρίχθηκε σε τρεις κύριους πυλώνες: τη μεταποίηση και τις εξαγωγές, την κατασκευή υποδομών και τον τομέα των ακινήτων. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η Κίνα κατέστη το «παγκόσμιο εργοστάσιο», χάρη στους άφθονους και φθηνούς ανθρώπινους πόρους της, όπως και την απουσία αυστηρών περιβαλλοντικών και εργασιακών στάνταρ.
Ωστόσο, σήμερα είναι ηλίου φαεινότερον ότι το αναπτυξιακό πρότυπο της Κίνας έχει πλέον ξεπεραστεί. Η φούσκα των ακινήτων έχει μεταφραστεί στο παράδοξο να υπάρχουν στην Κίνα διαμερίσματα που μπορούν να στεγάσουν 3 δισ. ανθρώπους - δηλ. αριθμό υπερδιπλάσιο των 1,4 δισ. Κινέζων πολιτών - και έχει οδηγήσει στην κατεδάφιση πολλών πολυκατοικιών που δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους.
H δε κατασκευή υποδομών, συχνά φαραωνικών διαστάσεων, επίσης έχει μετατραπεί σε βαρίδι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τεράστιος κρατικός οργανισμός που κατασκευάζει τα σιδηροδρομικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας, έχει συσσωρεύσει χρέη ύψους 1 τρισ. δολαρίων περίπου, ποσό που αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ της χώρας.
Σημειώνεται ότι, παρά την αλματώδη μεγέθυνση της κινεζικής οικονομίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της, η εγχώρια κατανάλωση ποτέ δεν αποτέλεσε κινητήρα ανάπτυξης της χώρας. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Κίνα έχει το μεγαλύτερο μερίδιο, 28%, των παγκόσμιων αποταμιεύσεων. Ενώ θα περίμενε κανείς τα τεράστια αυτά ποσά να τροφοδοτήσουν πραγματικό καταναλωτικό οργασμό στη χώρα, η εγχώρια ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες παραμένει επιεικώς αναιμική. Το 2021 μετά βίας ξεπέρασε το 50% του ΑΕΠ, όταν ο αντίστοιχος δείκτης στις δυτικές οκονομίες - αλλά ακόμη και στην κατά πολύ φτωχότερη Ινδία - κυμαίνεται μεταξύ 70% και 80%. Πού οφείλεται, λοιπόν, η αδυναμία της Κίνας να καταναλώνει όσα η ίδια παράγει;
Ένας βασικός λόγος είναι ότι οι κάτοικοι της χώρας διστάζουν να ξοδεύουν τις αποταμιεύσεις τους. Το υπανάπτυκτο κοινωνικό κράτος, σε συνδυασμό με την προϊούσα γήρανση του πληθυσμού, εντείνει τις ανησυχίες των Κινέζων πολιτών – τόσο των συνταξιούχων, όσο και των εργαζομένων που τούς στηρίζουν.
Η πολιτική σημασία των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης
Δεδομένης, λοιπόν, της εξάντλησης του μέχρι πρότινος αναπτυξιακού μοντέλου (με τον υπερκορεσμό υποδομών, τη φούσκα ακινήτων και την ανεπαρκή εγχώρια κατανάλωση), ο μόνος εναπομείνας κινητήρας είναι ξανά η μεταποίηση και οι εξαγωγές, προκειμένου να διατηρηθούν σχετικά υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης. Εξού η έμφαση που δίνουν οι κινεζικές αρχές στην ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων αιχμής, όπως είναι ο εξοπλισμός για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι μπαταρίες. Οι «τρεις νέοι τομείς», κατά την επίσημη κρατική ρητορεία, είναι η βάση για την έξαρση των κινεζικών εξαγωγών που πλημμυρίζουν τις παγκόσμιες αγορές τα τελευταία χρόνια.
Η ανάπτυξη των «τριών νέων τομέων» επιδιώκεται με άφθονα κίνητρα, όπως κρατικές επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές κι άλλες διευκολύνσεις. Την ίδια στιγμή, περίπου 100.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις (20% του συνόλου) ήταν ζημιογόνες το 2023, σύμφωνα με στοιχεία της κινεζικής στατιστικής υπηρεσίας. Το εμπορικό επιμελητήριο της ΕΕ στην Κίνα εκφράζει την άποψη ότι πολλές κινεζικές επιχειρήσεις προτάσσουν την κατάκτηση ξένων αγορών και την αύξηση των πωλήσεών τους έναντι της πραγματικής κερδοφορίας τους.
Οι υψηλοί ρυθμοί ονομαστικής οικονομικής μεγέθυνσης πάντα ήταν προτεραιότητα για το Πεκίνο για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι πηγή πολιτικής νομιμοποίησης του μη εκλεγμένου Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεύτερον, γιατί η συνεχής μεγέθυνση επιτρέπει στην ηγεσία της χώρας να χρηματοδοτήσει τη φιλόδοξη ατζέντα της, με υπέρτατο στόχο την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Αποτελεί διακηρυγμένο στόχο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έως το 2049, την 100ή επέτειο της ίδρυσής της, να αναδειχθεί ως «το πλέον προηγμένο έθνος της υφηλίου».
Ωστόσο, εξάγοντας τα εσωτερικά της προβλήματα, η Κίνα έχει καταστεί πηγή ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος εμπορικών πολέμων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παρούσα φάση στην Κίνα αντιστοιχεί το 31% της παγκόσμιας μεταποίησης και μόλις 13% της κατανάλωσης διεθνώς. Είναι σαφές ότι η Κίνα περιμένει από τον υπόλοιπο κόσμο – και κυρίως από τις ανεπτυγμένες οικονομίες – να απορροφήσει τα τεράστια πλεονάσματά της, καθώς η ίδια αδυνατεί να καταναλώσει όσα παράγει.
Ο κήπος και ο φράχτης
Το 2019, η ΕΕ έδωσε στην Κίνα τον τριπλό ορισμό του εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου. Σε πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) τονίζεται η ανάγκη τόσο τα συλλογικά όργανα της ΕΕ, όσο και τα κράτη μέλη της, να προβούν σε ενδελεχή εκτίμηση των κινδύνων που απορρέουν από την οικονομική συνεργασία με την Κίνα, κυρίως στους «τρεις νέους τομείς» που σχετίζονται άμεσα με την πράσινη μετάβαση της Ευρώπης.
Η αποσύνδεση (decoupling) της ΕΕ από την Κίνα είναι προδήλως ανέφικτη, λόγω του υψηλού βαθμού αλληλεξάρτησης των δύο πλευρών, αλλά είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι ευρωκινεζικές σχέσεις ολοένα και περισσότερο χαρακτηρίζονται από ανταγωνισμό και συστημική αντιπαλότητα. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η απομείωση κινδύνων (de-risking), μια πολιτική που παρουσιάστηκε και αναλύθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2023 από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Σημειωτέον, οι ΗΠΑ έχουν επίσης υιοθετήσει το concept του de-risking, με Αμερικανούς αξιωματούχους να χρησιμοποιούν πιο παραστατικό σχήμα λόγου, εισάγοντας τη φράση «μικρός κήπος, με ψηλό φράχτη» Η ιδέα αυτή αναφέρεται στην ανάγκη προσδιορισμού των τομέων υψηλού ρίσκου, με αυστηρά μέτρα απομόνωσής τους. Εκ των πραγμάτων, όμως, ο κήπος ολοένα και μεγαλώνει, ενώ ο φράχτης ψηλώνει, όπως αποδεικνύει η συνεχής προσθήκη νέων περιοριστικών μέτρων που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην Κίνα.
Περιορισμένης έκτασης τα κινεζικά αντίποινα στην ΕΕ;
Η ΕΕ δεν είναι σε θέση να υιοθετήσει τα δραστικά μέτρα που λαμβάνουν οι αμερικανικές κυβερνήσεις, καθώς δεν έχει ούτε τους φυσικούς πόρους των ΗΠΑ, ούτε τη στρατιωτική τους ισχύ, ούτε την ομοσπονδιακή δομή τους. Ούσα ένωση κυρίαρχων κρατών, η ΕΕ δυσκολεύεται να αρθρώσει ενιαίο λόγο και το Πεκίνο εκμεταλλεύεται δεόντως την πολυφωνία της.
Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση της Κομισιόν για αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα από την Κίνα ηλεκτρικά αυτοκίνητα βρίσκει αντίθετες τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ουγγαρία, στις οποίες εικάζεται πως προστίθενται κι άλλες χώρες. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση των δασμών έγινε αντικείμενο σκληρής ενδοκοινοτικής διαπραγμάτευσης και αποτελεί συμβιβασμό, σε σύγκριση με τις αρχικές εισηγήσεις για υψηλότερα ποσοστά. Επιπροσθέτως, η ΕΕ καλείται να συνυπολογίσει το συνολικό κόστος της πράσινης μετάβασης, σε συνδυασμό με την εξάρτησή της από τον αντίστοιχο κινεζικό εξοπλισμό και την απουσία αξιόπιστων εναλλακτικών προμηθευτών.
Ενώ, λοιπόν, όλα δείχνουν ότι πάμε για εμπορικό πόλεμο με την Κίνα (Alors, c’est la guerre), υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι, για τους οποίους τα κινεζικά αντίποινα αναμένεται να είναι σχετικά ήπια προς το παρόν:
- Μεγάλες κινεζικές εταιρείες που κατασκευάζουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα ήδη αναζητούν ευκαιρίες να ανοίξουν παραγωγικές μονάδες εντός της ΕΕ, προκειμένου να παρακάμψουν τους αυξημένους δασμούς.
- Η Ευρώπη παραμένει μεγάλη αγορά για τις κινεζικές εξαγωγές και το Πεκίνο δεν έχει την πολυτέλεια να την αποξενώσει τελείως.
- Τέλος, δεδομένης της συνεχώς εντεινόμενης σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης, σημαντικός γεωπολιτικός στόχος της Κίνας είναι ο προσεταιρισμός της ΕΕ ή τουλάχιστον να αποφευχθεί η περαιτέρω ενίσχυση των διατλαντικών σχέσεων.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)