Την ανάγκη επείγουσας εφαρμογής διαρθρωτικών ρυθμίσεων στις χώρες της ευρωζώνης επισημαίνει το παγκόσμιο think tank Conference Board, προκειμένου να ενισχυθέι η παραγωγικότητα.
Σε αντίθετη περίπτωση, η ευρωζώνη θα βρίσκεται για τα επόμενα 15 χρόνια σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης. Αυτό, στην πράξη, σημαίνει έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 0,9%, ακόμη χαμηλότερο, δηλαδή από τον ρυθμό προ της πανδημίας.
Στην περίπτωση που γίνουν οι απαιτούμενες προσπάθειες στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μέσω πολλαπλών δράσεων που θα περιλαμβάνονται στην πολιτική των κυβερνήσεων, τότε η ευρωζώνη θα μπορεί να καταγράφει ανάπτυξη ακόμη και υψηλότερη από 2%, ετησίως, ακόμη και 2,4%, για τα επόμενα 15 χρόνια.
Σύμφωνα με την μελέτη του Conference Board θα απαιτηθούν τολμηρές πολιτικές σε όλους τους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Δηλαδή μείωση της γραφειοκρατίας, επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη που ενισχύουν την παραγωγικότητα, αύξηση της προσφοράς εργατικού δυναμικού, εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, διασφάλιση χαμηλότερων και σταθερών τιμών ενέργειας και ενοποίηση των κεφαλαιαγορών της Ευρωζώνης. Με αυτόν το ρυθμό ανάπτυξης, η Ευρωζώνη, σύμφωνα με τους οικονομολόγους του Conference Board, θα μπορούσε να μειώσει στο μισό το χάσμα του ΑΕΠ της με τις ΗΠΑ,
Σε ό,τι αφορά τον επενδυτικό τομέα, ως παράδειγμα αναφέρεται ο κλάδος της έρευνας και ανάπτυξης. Εκεί, υπολογίζεται ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να πενταπλασιαστούν σε σχέση με τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο τους, ενώ, παράλληλα στο εργατικό δυναμικό της Ευρωζώνης θα πρέπει να ενσωματώνονται πάνω από 5 εκατ. νέοι εργαζόμενοι (ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι) κάθε χρόνο, ώστε οι ελλείψεις προσωπικού να κρατηθούν στο ελάχιστο την επόμενη δεκαετία.
Σε περίπτωση που η ευρωζώνη δεν καταφέρει να επιτύχει το ζητούμενο, δηλαδή να μπορέσει να κλείσει το ετήσιο επενδυτικό κενό (σε σχέση με τις επενδύσεις που απαιτούνται για την επίτευξη στόχων όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση) έως το 2030, τότε η οικονομία της θα βυθιστεί στο απαισιόδοξο σενάριο, δηλαδή σε αυτό το οποίο η ανάπτυξη προβλέπεται μόλις 0,2% κατά μέσο όρο ετησίως. Υπενθυμίζεται ότι η Κομισιόν υπολογίζει το ετήσιο επενδυτικό κενό στα 800 δισ. ευρώ, ή στο 5% του ΑΕΠ.