Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
«Πού είναι όλα τα παιδιά;...» αναρωτιέται η Washington Post σε χθεσινό δημοσίευμά της αναφερόμενη στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η αύξηση της υπογεννητικότητας συνδέεται με την οικονομική κρίση. Από όλα τα επίσημα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ, Υπουργείο Εσωτερικών, IMF) προκύπτει ότι ο πληθυσμός της χώρας γερνά επικίνδυνα. Τα τελευταία χρόνια οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις. Είναι βέβαιο ότι η οικονομική κρίση μειώνει το ρυθμό γονιμότητας των Ελλήνων σε συνδυασμό με τη συνεχώς διογκούμενη μετανάστευση νέων ικανών επιστημόνων στο εξωτερικό.
Ταυτοχρόνως όμως, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών, η οποία θα δημοσιευθεί σε λίγο καιρό, η μείωση του αριθμού των γεννήσεων επηρεάζει ευθέως αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ακόμη, πρόσφατη μελέτη της PricewaterhouseCoopers για λογαριασμό του μη κερδοσκοπικού οργανισμού HOPEgenesis αποδεικνύει τις οικονομικές συνέπειες της υπογεννητικότητας. Η υπογεννητικότητα και η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να οδηγήσουν μέχρι το 2050 σε μείωση κάτω από τα 10 εκατομμύρια τον πληθυσμό της Ελλάδας, με αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο ασφαλιστικό σύστημα όσο και στην άμυνα και την ασφάλεια της χώρας.
Παρά το γεγονός ότι με το θέμα της υπογεννητικότητας ασχολούνται θεωρητικώς οι πάντες και το Σύνταγμα διακηρύσσει βαρύγδουπα ότι «Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους», στην ουσία το μεγάλο παρεμβατικό κράτος αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος. Η εξήγηση είναι απλή: οι οικονομολόγοι «του ανθρώπινου κεφαλαίου» έχουν εδώ και δεκαετίες εξηγήσει την ιδιαίτερα αρνητική επίδραση που ασκεί ο κρατικός παρεμβατισμός στις αλλαγές προτίμησης ατόμων και οικογενειών. Σύνθετες έρευνες μελετούν την παραγωγή, αποταμίευση και τις καταναλωτικές συνήθειες των οικογενειών όχι με βάση το σημερινό εισόδημά τους, αλλά με το προσδοκώμενο μελλοντικό εισόδημα στη διάρκεια ενός κύκλου ζωής.
Η υψηλή φορολογία στο εισόδημα και στην περιουσία, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που δημιουργεί η διαρκής αλλαγή των κανόνων από το κράτος, επηρεάζουν αρνητικά τη συμπεριφορά των ατόμων που επιθυμούν να δημιουργήσουν οικογένεια ή των οικογενειών που προγραμματίζουν πόσα παιδιά θα αποκτήσουν. Όσο περισσότερο απομυζά το κράτος το οικογενειακό εισόδημα τόσο περισσότερο μειώνει τα κίνητρα δημιουργίας μεγάλων οικογενειών. Μάλιστα στο μέγιστο βαθμό βρίσκεται η εθελοντική ατεκνία μεταξύ των νέων ατόμων με την υψηλότερη πραγματική φορολογική επιβάρυνση (από αμέσους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές). Τα άτομα αυτά είναι και τα πλέον παραγωγικά.
Η εθελοντική ατεκνία είναι μια από τις σημαντικότερες συνέπειες της κρατικής παρέμβασης. Όπως εξηγεί ο Γκάρυ Μπέκερ, η απόφαση μιας οικογένειας να αποκτήσει παιδιά λαμβάνει πάντοτε υπ' όψιν της τη μελλοντική εξέλιξη του κόστους ενός παιδιού για την οικογένεια. Η πρόβλεψη για μελλοντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και η αύξηση των δαπανών για την ανατροφή, την εκπαίδευση κ.λπ. του παιδιού οδηγεί σε κάμψη των γεννήσεων και μείωση του μέσου όρου των μελών της οικογένειας.
Επομένως το υπερτροφικό κράτος αφαιρώντας με τις πάσης φύσεως παρεμβάσεις του το μεγαλύτερο μέρος του οικογενειακού εισοδήματος μειώνει τα κίνητρα δημιουργίας οικογενειών.
Όταν ακούμε τον όρο οικογενειακή επιχείρηση φέρνουμε στη σκέψη μας σχεδόν πάντοτε μια τυπική επιχείρηση υπό τον έλεγχο μιας οικογένειας. Στην πραγματικότητα όμως η κάθε οικογένεια είναι μια επιχείρηση. Η οικογένεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μονάδα παραγωγής, όπως ακριβώς και η επιχείρηση.
Οι δύο σύζυγοι-εταίροι της οικογένειας συνδέονται, όπως και οι εταίροι μιας επιχείρησης, με ένα καταστατικό αορίστου διαρκείας. Σ' αυτό τις περισσότερες φορές ατύπως έχουν συμφωνήσει από κοινού τους γενικούς όρους με τους οποίους θα αντιμετωπίζουν τις αμέτρητες συναλλαγές και τις κάθε είδους συνθήκες της καθημερινής ζωής. Όπως και στην επιχείρηση, υπάρχει καταμερισμός εργασιών και αρμοδιοτήτων.
Κάθε σύζυγος προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τη συνεισφορά του με το να ειδικεύεται εκεί που η παραγωγικότητά του είναι μεγαλύτερη. Το κεφάλαιο της οικογένειας αποτελείται από εισφορές των συζύγων της σε χρήμα και σε είδος. Κάθε σύζυγος επιδιώκει την κοινή συμβίωση, εκτός των άλλων, και για να αποφύγει τον κίνδυνο να απολέσει τη συμμετοχή στους πόρους του συζύγου του, και το κεφάλαιο γνώσης που έχουν δημιουργήσει από κοινού.
Κεφάλαιο γνώσης, το οποίο αποτελεί το κοινό προϊόν της οικογενειακής παραγωγής. Ακόμη, οι σύζυγοι-εταίροι διανέμουν μεταξύ τους τα κέρδη αυτής της παραγωγής. Από ουσιαστική άποψη μια οικογένεια μπορεί να πτωχεύσει ή να λυθεί, όπως η κάθε επιχείρηση. Τέλος, οι σύζυγοι μοιράζονται τα οικογενειακά έξοδα, τα οποία λόγω του περιορισμένου μεγέθους της οικογένειας σε σχέση με την επιχείρηση, της έλλειψης αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου, της στενής σχέσης εμπιστοσύνης των δύο εταίρων, είναι σαφώς λιγότερα.
Εφόσον η οικογένεια είναι και οικονομικός θεσμός, τότε οι δαπάνες της καθορίζουν τον ευρύτερο μελλοντικό προγραμματισμό της, στον οποίον περιλαμβάνεται και η θεμελιώδης απόφαση για το πόσα παιδιά θα αποκτήσουν οι σύζυγοι-συνέταιροι. Η επίδραση των φόρων στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό γεννήσεων των οικογενειών είναι καθοριστική. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης περίπου κατά 35% (από 21,7% το 2007 σε 29% το 2017). Την ίδια περίοδο οι γεννήσεις μειώθηκαν κοντά στο 40%.
Η αύξηση της φορολογίας στο συνολικό εισόδημα της οικογένειας περιορίζει το οικονομικό κέρδος των συζύγων από τον γάμο.
Με μια δόση ειρωνείας θα παρατηρούσε κάποιος ότι οι φόροι αποτελούν την καλύτερη μέθοδο... αντισύλληψης.