Άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι αυτή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες παρά το γεγονός ότι έχουν διανύσει μεγάλο δρόμο ως προς τη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας τους αλλά και την ενίσχυσή τους συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπες με αρκετές προκλήσεις, όπως σημείωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας στο συνέδριο που διοργανώνει η ΓΣΕΒΕΕ και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών με θέμα: «Οι προκλήσεις των μικρών επιχειρήσεων σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον», ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι η προσπάθεια για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης με έμφαση την επιχειρηματικότητα και την εξωστρέφεια απαιτεί τη στήριξη των ΜμΕ με νέες εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Άμεση προτεραιότητα αποτελεί η έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και ειδικά αυτών που σχετίζονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες. Στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δράσεων είναι απαραίτητη η υλοποίηση της πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός «Πακέτου Αρωγής» για τις ΜμΕ (SME “Relief Package”).
Εστίασε στο γεγονός ότι καταγράφονται μεγάλες δυσκολίες στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες χρηματοδότησης απ’ ό,τι οι μεγάλες επιχειρήσεις», τονίζοντας, παράλληλα ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχει πρόσβαση στη χρηματοδότηση το κόστος δανεισμού είναι ιδιαίτερα υψηλό.
«Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τα επιτόκια δανεισμού τους είναι ιδιαίτερα υψηλά στην ελληνική περίπτωση, τόσο σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, όσο και σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ-27 και της και της ζώνης του ευρώ (OECD, 2022) . Χαρακτηριστικά, η διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου τραπεζικών δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ, τα οποία τεκμαίρεται ότι κατά κανόνα αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις, έναντι του αντίστοιχου επιτοκίου τραπεζικών δανείων κάτω των 250.000 ευρώ τα τελευταία έτη υπερέβαινε τις 150 μονάδες βάσης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Υπογράμμισε ακόμη ότι οι ΜμΕ αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας, απασχολώντας το 83,5% των εργαζομένων και το 2022 παρήγαγαν το 57% της προστιθέμενες αξίας ύψους 34,8 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν είναι ποικίλες και εστιάζονται σε μεγάλο βαθμό και στη σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους λόγω του αυξημένου πληθωρισμού, αλλά και στην αδυναμία, σε κάποιες περιπτώσεις, εξεύρεσης χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ η ΜμΕ θα πρέπει να εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις ευκαιρίες που τους προφέρονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης για φθηνή χρηματοδότηση, αλλά την ίδια ώρα θα πρέπει να γίνουν και παρεμβάσεις από πλευράς κράτους, όπως η εφαρμογή μίας δίκαιης και σταθερής φορολόγησης, η μείωση της γραφειοκρατίας, ενώ οι ίδιες οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επιταχύνουν τον βηματισμό τους για την πράσινη μετάβαση.
Επιπρόσθετα ο κ. Στουρνάρας κατέθεσε μία σειρά προτάσεων προκειμένου να βελτιωθεί τόσο το περιβάλλον λειτουργίας των ΜμΕ στην Ελλάδα όσο και οι ίδιες οι επιχειρήσεις, προκειμένου να ενδυναμωθούν και να συνεχίσουν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγχώρια οικονομία.
Αναλυτικά η ομιλία του διοικητή της ΤτΕ:
Η συμμετοχή των ΜμΕ στην ελληνική οικονομία
Οι ΜμΕ αποτελούν την κύρια βάση της οικονομίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ελλάδα το 2022 οι ΜμΕ ήταν 731.829 και αποτελούσαν το 99,9% των επιχειρήσεων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, απασχολούσαν το 83,5% των εργαζομένων ή 2,2 εκατομμύρια άτομα και παρήγαγαν το 57% της προστιθέμενης αξίας ή 34,8 δισεκ. ευρώ . Λόγω της αυξημένης βαρύτητάς τους στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό έχουν κομβική σημασία για τη διττή μετάβαση της Ελλάδας σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία.
Ωστόσο οι ΜμΕ διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Κυμαίνονται από ελεύθερα επαγγέλματα και πολύ μικρές επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών μέχρι μεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις, και από παραδοσιακές βιοτεχνίες μέχρι νεοφυείς επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Κυρίαρχος τομέας δραστηριότητας των ΜμΕ, στη Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, είναι το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ έπονται οι επαγγελματικές και τεχνικές υπηρεσίες, η παροχή καταλύματος, οι κατασκευές και η μεταφορά και αποθήκευση.
Tο μερίδιο των πολύ μικρών επιχειρήσεων (με κάτω από 10 άτομα) στην απασχόληση είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 94,5% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και απασχολούν το 55,8% των εργαζομένων και παράγουν το 30,6% της προστιθέμενης αξίας . Η μεγαλύτερη παρουσία των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα συνδέεται και με το μεγάλο αριθμό των αυτό-απασχολούμενων οι οποίοι αποτελούν περίπου το 30% των απασχολούμενων. Η εκτεταμένη παρουσία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό, καθώς η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις αυτές είναι γενικά χαμηλή και υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ωστόσο, αν και το μικρό μέγεθος των ΜμΕ θεωρείται γενικά προβληματικό, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, σε δραστηριότητες υψηλής τεχνολογίας, η παρουσία πολλών μικρών επιχειρήσεων είναι αναμενόμενη και χρήσιμη, όταν αυτές βρίσκονται σε ένα πρώιμο στάδιο του επιστημονικού και επιχειρηματικού κύκλου που επιτρέπει ευελιξία, με προοπτική μεγέθυνσης στη συνέχεια, ή διασύνδεσης με άλλες επιχειρήσεις (βλ. Έκθεση Πισσαρίδη, 2020) . Ταυτόχρονα, σε πιο παραδοσιακούς κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός, η εστίαση, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία, η παρουσία μικρών επιχειρήσεων με ειδικά χαρακτηριστικά μπορεί να βοηθήσει στην ποιοτική εξειδίκευση και να προσφέρει σημαντική αξία.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2023) το 69,1% των ΜμΕ στην Ελλάδα δραστηριοποιείται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας, απασχολεί το 76,6% των εργαζομένων και παράγει το 66,3% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ . Συνεπώς, σε αντιδιαστολή με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο , οι ελληνικές ΜμΕ δραστηριοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κλάδους των υπηρεσιών και της μεταποίησης με χαμηλό τεχνολογικό και γνωσιακό περιεχόμενο, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και περιορίζει τις δυνατότητες παραγωγής και εξαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών έντασης τεχνολογίας και γνώσης.
Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2023), η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου σε όρους καινοτομίας, ενθάρρυνσης της κυκλικής οικονομίας, κόστους έναρξης μιας επιχείρησης και κόστους επίλυσης της αφερεγγυότητας .
Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ
Από τις αρχές του 2020, λόγω της πανδημίας του Covid-19, αλλά και στη συνέχεια λόγω της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι ΜμΕ έχουν αντιμετωπίσει πρωτοφανή οικονομική αβεβαιότητα. Επιπλέον, το 2021-2022, οι ΜμΕ αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πρόσληψη νέου προσωπικού για να ανταποκριθούν σε μια απροσδόκητα ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, ενώ οι ρυθμοί πληθωρισμού αυξήθηκαν δραστικά, ιδιαίτερα το 2022, προκαλώντας επίσης αυξήσεις στα επιτόκια, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος και οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών ασκούν επιπλέον πίεση στις επιχειρήσεις.
Η αύξηση του κόστους των ΜμΕ αυξάνει την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εξόφληση των τιμολογίων τους, οι οποίες, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση και τα αυξημένα επιτόκια, μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες χρεοκοπίες. Ταυτόχρονα, η αύξηση των επιτοκίων για την αντιμετώπιση της ανόδου του πληθωρισμού περιορίζει τις προσδοκίες υλοποίησης νέων επενδύσεων κυρίως από τις ΜμΕ. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , η αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στα επιτόκια διαπιστώθηκε ότι μειώνει την πιθανότητα οι ΜμΕ να αναφέρουν θετικές επενδυτικές προσδοκίες κατά 0,83 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με 0,65 για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι επιπτώσεις στην κερδοφορία των επιχειρήσεων από την άνοδο του πληθωρισμού διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες: ο πληθωρισμός αρχικά μειώνει την κερδοφορία καθώς αυξάνεται το κόστος παραγωγής, αλλά στη συνέχεια την αυξάνει όταν οι επιχειρήσεις μετακυλίουν το κόστος στους καταναλωτές. Η ικανότητα των επιχειρήσεων να μετακυλίσουν το κόστος ποικίλλει σημαντικά και εξαρτάται από τη θέση στην αλυσίδα αξίας, το πόσο ελαστική είναι η ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα στις αλλαγές τιμών, τους τύπους των πελατών, το μέγεθος και το οικοσύστημα στο οποίο ανήκει η επιχείρηση. Οι βασικές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι οι ΜμΕ είναι λιγότερο πιθανό να μετακυλίσουν το κόστος στον τελικό καταναλωτή από ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα τη διάβρωση των περιθωρίων κέρδους τους.
- Παράλληλα με την αντιμετώπιση εξαιρετικά ακραίων οικονομικών συνθηκών τα τελευταία δύο χρόνια, οι ελληνικές ΜμΕ αντιμετωπίζουν πρόσθετες σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται και με τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας αλλά και την αναγκαιότητα της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
- Τα αυξημένα κόστη ενέργειας και οι ελλείψεις σε τεχνογνωσία, εξειδίκευση και κατάρτιση προσωπικού είναι πολύ πιο ορατά στις ελληνικές ΜMΕ, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους τους. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους, οι ελληνικές ΜMΕ είναι λιγότερο πιθανό να εμπλέκονται στο διεθνές εμπόριο ως εξαγωγείς. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ 2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να είναι ταυτόχρονα εξαγωγείς και εισαγωγείς σε σχέση με τις ΜMΕ (65% έναντι 44%).
- H γραφειοκρατία, η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το επιχειρηματικό περιβάλλον και οι ρυθμιστικοί περιορισμοί είναι σημαντικό εμπόδιο για το 54% των επιχειρήσεων έναντι 28% στην ΕΕ .
- Η ψηφιοποίηση των ΜMΕ υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου με βάση τον δείκτη DESI, με το 39% των ΜμΕ έναντι 55% στην ΕΕ να έχουν ένα βασικό επίπεδο ψηφιοποίησης και το 17% έναντι του 34% στην ΕΕ χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους (cloud). Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ 2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στον ψηφιακό μετασχηματισμό, ειδικότερα το 54,4% των μεγάλων επιχειρήσεων έναντι μόλις του 39,9% των ΜμΕ θεωρούν ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πολύ σημαντική στρατηγική ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους . Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μικροί επιχειρηματίες δεν επενδύουν εύκολα σε projects στα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, γεγονός που συνδέεται με την έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων των ΜMΕ. Παράλληλα, ως αποτέλεσμα της έλλειψης ψηφιακών δεξιοτήτων, είναι πολύ ευάλωτες στις κυβερνοαπειλές. Επίσης οι ΜμΕ αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την προστασία των επενδύσεων τους στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης λόγω έλλειψης πληροφόρησης για τη σχετική εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
- Η ταχύτητα μετάβασης προς την πράσινη οικονομία μέσα από τις αποφάσεις που υιοθετούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο (πχ για την ηλεκτροκίνηση) περιορίζει τη δυνατότητα προσαρμογής αρκετών ΜMΕ στην οικονομία (πχ. τα συνεργεία αυτοκινήτων). Το πρόβλημα επιτείνεται λόγω του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και της έλλειψης οικονομιών κλίμακας ώστε να υλοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις αλλά και την πρόσληψη του κατάλληλα εξειδικευμένου προσωπικού. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΙΒ (2022) οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο πιθανό σε σχέση με τις ΜMΕ να έχουν υλοποιήσει επενδύσεις ή μέτρα αντιμετώπισης του κινδύνου καταστροφής λόγω της κλιματικής αλλαγής, περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ενεργειακής αποδοτικότητας.
Οι προτεινόμενες εθνικές και ευρωπαϊκές λύσεις, εστιάζουν κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη μερική επιδότηση δράσεων πράσινης επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτών των δράσεων είναι η ύπαρξη κάποιων ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων, η ενημέρωση για τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά και η ύπαρξη του κατάλληλου προσωπικού που θα διαχειριστούν τα εν λόγω προγράμματα .
Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από χαμηλό δυναμισμό καθώς ο ρυθμός με τον οποίο ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις είναι χαμηλός, ιδιαίτερα στους κλάδους υπηρεσιών στέγασης και εστίασης, στους οποίους το μερίδιο των ΜμΕ είναι ιδιαίτερα υψηλό. Αυτό σχετίζεται και με το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των νεοσύστατων επιχειρήσεων εξακολουθούν να ιδρύονται για καθαρά βιοποριστικούς λόγους στο πλαίσιο έλλειψης εναλλακτικών επιλογών και για λόγους συνέχισης της οικονομικής παράδοσης και όχι προκειμένου να εκμεταλλευτούν μια ευκαιρία, καινοτομία ή με στόχο την αναζήτηση κέρδους. Ως αποτέλεσμα το μερίδιο των ΜMΕ που παράγουν οι ίδιες καινοτομία και που υιοθετούν καινοτομίες-τεχνολογίες από το εξωτερικό για να διατηρήσουν την θέση τους στην αγορά στην ελληνική βιομηχανία διαμορφώνεται σε 43% έναντι 50,4% στην ΕΕ . Ο χαμηλότερος δυναμισμός, συνήθως, αντανακλά περιορισμένη καινοτομία, χαμηλή παραγωγικότητα και υποτονική αύξηση της απασχόλησης.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εσωτερικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι ευρωπαϊκές (75% έναντι 65% - ΕΙΒ, 2022). Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις ΜμΕ (81%) σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις (70%). Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το μερίδιο των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικούς περιορισμούς διαμορφώνεται σε 16% στην Ελλάδα έναντι 6,2% στην ΕΕ, ενώ ειδικά στις ΜMΕ το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 19,1%.
Παρά την βελτίωση στη διαθεσιμότητα εξωτερικής χρηματοδότησης κατά τα 2022 σύμφωνα με την έρευνα SAFE που διεξάγεται από την ΕΕ και την ΕΚΤ, οι ελληνικές ΜμΕ υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ενώ το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις κατηγορίες των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων.
Το πρόβλημα αφορά τόσο τον όγκο της χρηματοδότησης, δεδομένης της δυσχέρειας των ΜμΕ να έχουν πρόσβαση σε εναλλακτική χρηματοδότηση πλην της τραπεζικής, όσο και το κόστος χρηματοδότησης, καθώς η άνοδος των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής αλλά και ο υψηλότερος δείκτης ΜΕΔ που καταγράφεται στο δανειακό χαρτοφυλάκιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνεπάγεται αυξημένα κόστη δανεισμού .
Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι εξαιρετικά σημαντική για τις ΜμΕ, τόσο για τη συνέχιση της λειτουργίας τους όσο και για την υλοποίηση επενδύσεων σε τομείς όπως η έρευνα και ανάπτυξη, η καινοτομία, η ανάπτυξη δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και ο πράσινος και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, καθώς και η ανάληψη εξαγωγικής δραστηριότητας. Δεδομένου ότι το κόστος ανάληψης αυτών των δράσεων είναι πάρα πολύ υψηλό για μια μικρή επιχείρηση, είναι καθοριστική η πρόσβασή της σε πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης είτε από το τραπεζικό σύστημα είτε από την αγορά κεφαλαίου. Ωστόσο, σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες χρηματοδότησης απ’ ό,τι οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά, στην περίπτωση των νέων επιχειρηματιών και των νεοφυών επιχειρήσεων, αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους: π.χ. δεν έχουν αποδεδειγμένο ιστορικό οικονομικών επιδόσεων, δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις ή οι επενδυτές δεν έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες για να αξιολογήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο που ενέχουν ή την αξία των άυλων περιουσιακών τους στοιχείων. Ως αποτέλεσμα, εγκλωβίζονται σε μικρή κλίμακα λειτουργίας και αναποτελεσματικές επιχειρηματικές πρακτικές, καταλήγοντας πολλές από αυτές να λειτουργούν στο πλαίσιο της άτυπης οικονομίας με αποτέλεσμα την αύξηση της φοροδιαφυγής.
Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τα επιτόκια δανεισμού τους είναι ιδιαίτερα υψηλά στην ελληνική περίπτωση, τόσο σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, όσο και σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ-27 και της και της ζώνης του ευρώ (OECD, 2022) . Χαρακτηριστικά, η διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου τραπεζικών δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ, τα οποία τεκμαίρεται ότι κατά κανόνα αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις, έναντι του αντίστοιχου επιτοκίου τραπεζικών δανείων κάτω των 250.000 ευρώ τα τελευταία έτη υπερέβαινε τις 150 μονάδες βάσης.
Σχετιζόμενο με τις δυσκολίες χρηματοδότησης είναι και η σημαντική έλλειψη επαρκών γνώσεων των ΜμΕ γύρω από χρηματοοικονομικά θέματα, λόγω έλλειψης εξειδικευμένων στελεχών, που επηρεάζουν άμεσα τις διοικητικές αποφάσεις στο επίπεδο της επιχείρησης, όσον αφορά τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση πιστώσεων, την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών προγραμμάτων και την υλοποίηση μελλοντικών επενδύσεων .
Προτάσεις για εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές στήριξης των ΜμΕ
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε παρεμβάσεις στήριξης των ΜμΕ που θεωρώ ότι θα πρέπει να υλοποιηθούν σε τέσσερις βασικούς τομείς.
Αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων για την ενίσχυση της τραπεζική χρηματοδότησης των ΜμΕ.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ οι μεγάλες επιχειρήσεις συνεχίζουν να υπερτερούν ως προς το ύψος των δανειακών πόρων που αντλούν από το τραπεζικό σύστημα, τάση που παρατηρείται και σε πολλές χώρες διεθνώς . Συνεπώς, η τραπεζική χρηματοδότηση των ΜμΕ θα μπορούσε να ενισχυθεί με περαιτέρω αξιοποίηση των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων. Τα τελευταία έτη, η συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων εγχώριων και διεθνών αναπτυξιακών φορέων, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), στην πιστωτική επέκταση των ΜμΕ υπήρξε σημαντική. Ειδικότερα, την τριετία 2020-2022 περίπου το ήμισυ των τραπεζικών δανείων προς ΜμΕ υποστηρίχθηκε από ευρωπαϊκά ή κρατικά προγράμματα στήριξης, αναλογία πολύ υψηλότερη από την αντίστοιχη για το σύνολο των επιχειρήσεων. Το πρώτο εξάμηνο του 2023 οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων προς ΜμΕ που συνδέονται με χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθαν περίπου σε 600 εκατ. ευρώ και αντιπροσώπευαν σχεδόν το 1/4 των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς ΜμΕ έναντι μόλις 10% για το σύνολο των επιχειρήσεων.
Θα πρέπει τέλος να τονιστεί η σημασία της κεφαλαιακής ενδυνάμωσης και γενικότερα της εξυγίανσης των λεγόμενων μη συστημικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων και των συνεταιριστικών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν έναν πιο ενεργό ρόλο στην χρηματοδότηση των ΜμΕ.
Διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης
Η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, καθώς και μετοχικών σχημάτων Venture Capital (που επενδύουν σε νέες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας) και Private Equity (που επενδύουν σε επιχειρήσεις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), η λειτουργία των επιχειρηματικών αγγέλων (business angels), και οι επιταχυντές των νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες πρόσβασης στην χρηματοδότηση. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί και στην Έκθεση Πισσαρίδη (2020), απαιτείται βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την είσοδο δυνητικά ενδιαφερόμενων επενδυτών.
Επιπλέον, η διεύρυνση της χρηματοδότησης με την υποστήριξη των μικροπιστώσεων πρέπει να επιταχυνθεί. Ο τομέας των μικροχρηματοδοτήσεων στην Ελλάδα βρίσκεται σε εκκίνηση καθώς ήδη τρία ιδρύματα έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, ενώ όσον αφορά τις κεφαλαιουχικές χρηματοδοτήσεις ενεργό ρόλο έχει η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων με το σχεδιασμό και προσφορά προγραμμάτων, δύο εκ των οποίων υποστηρίζονται από πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας .
Αξιοποίηση και καλύτερος συντονισμός των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων
Δεδομένης της ανόδου των επιτοκίων οι επιχειρηματίες θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι εγχώριες επιχειρήσεις υποβοηθούνται ήδη από τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF). Υπενθυμίζεται ότι το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA) για προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένει σε 0,35%, ενώ για τις υπόλοιπές επιχειρήσεις από τις 24 Οκτωβρίου του 2022 διαμορφώθηκε σε 1% .
Οι ιδιαίτερα επωφελείς όροι χρηματοδότησης αντανακλώνται στη ζήτηση των ΜμΕ για τα εν λόγω δάνεια καθώς έως τις αρχές Ιουνίου από το συνολικό αριθμό των επενδυτικών σχεδίων που είχαν υποβληθεί στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 ποσοστό 61% (260 από τα 425) είχε κατατεθεί από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Προς την ίδια κατεύθυνση, στα συμπεράσματα πρόσφατης έρευνας συγκυρίας της ΕτΕ, αναφέρεται ότι το ήμισυ των ΜμΕ με ενεργά επενδυτικά σχέδια στοχεύει ή ήδη αξιοποιεί πόρους του ΤΑΑ.
Πέρα από τους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων και το InvestEU, το οποίο αποσκοπεί στην κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να εξετασθούν πρόσθετες δράσεις ενίσχυσης των ΜμΕ μεσω του REPowerEU, του EU Green Industry Plan και του προτεινόμενου από την Επιτροπή European Sovereignty Fund για την ενίσχυση της βιομηχανίας.
Δεδομένου όμως ότι πολλές φορές οι ευρωπαϊκοί πόροι που κατευθύνονται στις ΜμΕ είναι κατακερματισμένοι, απαιτείται η θεσμοθέτηση Εθνικής Στρατηγικής για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και την Επιχειρηματικότητα (αντίστοιχη με την Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική), στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να εντάσσονται και οι επενδυτικές προτεραιότητες του ΕΣΠΑ και του Εθνικού Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τον καλύτερο συντονισμό των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων κατά το στάδιο του σχεδιασμού πολιτικής επιτυγχάνοντας την μεγιστοποίηση του αποτελέσματος των συγχρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Επισημαίνεται, ότι η αξιολόγηση του αντίκτυπου των προγραμμάτων δημόσιας στήριξης, αποτελεί το κλειδί για την τελειοποίηση του σχεδιασμού τους και την αξιολόγηση της απόδοσής τους.
Πέρα από τα ανωτέρω, δεδομένου ότι οι ελληνικές ΜμΕ σε αρκετές περιπτώσεις έχουν έλλειψη επαρκών γνώσεων γύρω από σημαντικά χρηματοοικονομικά θέματα (λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού), κρίνεται αναγκαία η υλοποίηση στοχευμένων δράσεων αναβάθμισης της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και διευκόλυνσης της προσβασιμότητας στην ενημέρωση για τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης των ΜμΕ .
Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, περιορισμός του διοικητικού φόρτου, βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά και εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού
Η συμμόρφωση με κανονισμούς, πρότυπα και διοικητικές διατυπώσεις επηρεάζει τις ΜμΕ περισσότερο από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις λόγω των περιορισμένων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων τους. Όπως έχει αναδείξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή , κατά μέσο όρο, μια μεγάλη εταιρεία δαπανά 1 ευρώ ανά εργαζόμενο για να συμμορφωθεί με το ρυθμιστικό πλαίσιο, μια μεσαία επιχείρηση ξοδεύει περίπου 4 ευρώ και μια μικρή επιχείρηση δαπανά έως και 10 ευρώ.
Συνεπώς θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη μείωση της γραφειοκρατίας με περιορισμό των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών και δεδομένων, στην αξιολόγηση των νομοθετικών προτάσεων όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις στις ΜμΕ και συνολικά στην καλύτερη νομοθέτηση ώστε να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξεταστούν και καινοτόμες λύσεις μέσω «προστατευόμενου κανονιστικού περιβάλλοντος» (regulatory sandbox). Αυτό παρέχει επικαιροποιημένες πληροφορίες στις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, καθώς και πείρα σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες, ενώ παράλληλα καθιστούν εφικτή την εφαρμογή πειραματικών δράσεων σε επίπεδο πολιτικής. Σημειώνεται ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη πειραματιστεί με αυτήν την μέθοδο όσον αφορά τις καινοτόμες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Συνολικά, ένα ισορροπημένο, απλοποιημένο και προβλέψιμο ρυθμιστικό και δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει και μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης, ειδικά για διασυνοριακές δραστηριότητες, καθώς και απλούστερους και προβλέψιμους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων θα βοηθήσει ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ΜμΕ και θα παράσχει κίνητρα για επενδύσεις σε πράσινα και ψηφιακά έργα, στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης καθώς και για αυξημένη συνεργασία μεταξύ μεγάλων εταιρειών και ΜμΕ. Ταυτόχρονα, η διευκόλυνση της πρόσβασης των ΜμΕ και σε αγορές εντός και εκτός της ΕΕ μέσω ενός ενιαίου συνόλου φορολογικών κανόνων, εξάλειψης των εμπορικών φραγμών και καλύτερης ενημέρωσης για τις εμπορικές και τελωνειακές διαδικασίες και διατυπώσεις σε τρίτες χώρες και η μείωση του διοικητικού κόστους των εξαγωγών καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων στη δημιουργία εξαγωγικών αλυσίδων αξίας ή επιχειρηματικών συστάδων θα ενδυναμώσουν περαιτέρω τις προοπτικές επέκτασης και μεγέθυνσης των ΜμΕ .
Διευκόλυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της πρόσβασης σε εξειδικευμένο προσωπικό.
Πολλές ΜμΕ αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες κατά τη μετάβασή τους σε πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. Το ένα τρίτο των ΜμΕ στην ΕΕ αναφέρουν ότι χρειάζεται να διεκπεραιώσουν πολύπλοκες διοικητικές και νομικές διαδικασίες στην προσπάθειά τους να καταστήσουν την επιχείρησή τους πιο αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω απαιτούνται παρεμβάσεις:
- Υποστήριξης των ΜμΕ, με οργανωμένη και συστηματική ενημέρωση και κατάρτιση προκειμένου να κατανοήσουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και να ενσωματώσουν τη λογική και τους κανόνες της εταιρικής βιωσιμότητας και διαφάνειας.
- Βελτίωσης του θεσμικού και νομικού πλαισίου, με στόχο την προώθηση της πράσινης οικονομίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας.
- Οικονομικής στήριξης, τα μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις, μοριοδοτήσεις για μικρές επιχειρήσεις καθώς και βελτίωση της σύνδεσης των ΜμΕ με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η ανάπτυξη εργαλείων βιώσιμης χρηματοδότησης που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των ΜμΕ είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη δίκαιη πράσινη μετάβαση αλλά και την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη.
- Δημόσιοι πόροι θα πρέπει, επίσης, να κατευθυνθούν προς την ενίσχυση της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών, όπως η τεχνολογία blockchain και η τεχνητή νοημοσύνη, το υπολογιστικό νέφος και η υπολογιστική υψηλών επιδόσεων, καθώς μπορεί να προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες στις ΜμΕ για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα των διαδικασιών παραγωγής και την ικανότητα καινοτομίας όσον αφορά τα προϊόντα και τα επιχειρηματικά μοντέλα και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά τους αλλά και να συμβάλει μεγέθυνσή τους . Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση σε προγράμματα Ε&Α μεταξύ πανεπιστημίων, δημόσιων ερευνητικών φορέων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και διευκόλυνση της διάχυσης της γνώσης από τον πανεπιστημιακό στον επιχειρηματικό τομέα. Ταυτόχρονα απαιτούνται μέτρα που θα προστατεύσουν τις επενδύσεις των ΜμΕ στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης.
- Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η απλούστευση των διαδικασιών καταχώρισης της διανοητικής ιδιοκτησίας, η διευκόλυνση της πρόσβασης σε στρατηγικές συμβουλές για θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας και η απλούστευση της χρήσης της διανοητικής ιδιοκτησίας ως μοχλού για την απόκτηση πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
- Παράλληλα, απαιτούνται δράσεις ενίσχυση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας των ΜμΕ, δηλαδή η στήριξη της κοινωνικής ενσωμάτωσης και οικονομική ανέλιξης ανθρώπων που προέρχονται από ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, καθώς και νέες πρωτοβουλίες και κίνητρα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να βοηθήσουν περαιτέρω τις ΜμΕ να προσλάβουν, να εκπαιδεύσουν και να διατηρήσουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και συνολικά να αναβαθμίσουν τις δεξιότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επιχειρηματιών.
Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών
Mε την πανδημία και το πλέον αυξανόμενο κόστος ενέργειας και πρώτων υλών, ο αριθμός των τιμολογίων που πληρώνονται καθυστερημένα αυξάνεται σημαντικά. Παρά τη σχετική οδηγία της ΕΕ, λιγότερο από το 40% των πληρωμών στην ΕΕ – είτε από δημόσιες αρχές είτε από επιχειρήσεις – πραγματοποιούνται εντός της συμβατικής προθεσμίας. Οι καθυστερήσεις πληρωμών θέτουν σε κίνδυνο τη ρευστότητα των ΜμΕ και μερικές φορές την ύπαρξή τους.
Επιπλέον, οι καθυστερήσεις πληρωμών εμποδίζουν τις ΜμΕ να επενδύσουν, να προωθήσουν τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό τους και να προσλάβουν περισσότερους υπαλλήλους. Συνεπώς, απαιτείται ένα ισχυρότερο πλαίσιο το οποίο θα αξιοποιεί και ψηφιακά εργαλεία και το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον καθορισμό ανώτατων ορίων καθυστερήσεων για τις πληρωμές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως για τον δημόσιο τομέα, θέσπιση ισχυρότερης επιβολή κυρώσεων και υποχρεώσεις παρακολούθησης, παρέχοντας στις ΜμΕ αποτελεσματικά εργαλεία επίλυσης διαφορών και εναλλακτικών μηχανισμών διαμεσολάβησης, προλαμβάνοντας τις καταχρήσεις και τις αθέμιτες πρακτικές.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη και ευημερία των ΜμΕ. Η προσπάθεια για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης με έμφαση την επιχειρηματικότητα και την εξωστρέφεια απαιτεί τη στήριξη των ΜμΕ με νέες εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, το περίγραμμα των οποίων περιέγραψα προηγούμενα. Άμεση προτεραιότητα αποτελεί η έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και ειδικά αυτών που σχετίζονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες. Στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δράσεων είναι απαραίτητη η υλοποίηση της πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός «Πακέτου Αρωγής» για τις ΜμΕ (SME “Relief Package”).