Ανάπτυξη με «αγκάθια» για το 2021 προβλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος εκτίμησε ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί φέτος κατά 4,2% παρουσιάζοντας την Ετήσια Έκθεση της ΤτΕ στη διάρκεια της γενικής συνέλευσης, επισημαίνοντας ωστόσο ότι μετά το πέρας της πανδημίας η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους.
Την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.
Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα «κόκκινα» δάνεια) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία
Κατά συνέπεια, όπως ανέφερε, κυρίαρχο ζητούμενο είναι ο τρόπος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε κανονική λειτουργία. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να διευκολύνει τη διαδικασία ανακατανομής πόρων σε δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις με καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, αναγκαία είναι η διατήρηση της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν βαρύτερα. Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας.
Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα.
«Κόκκινα» δάνεια και Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων - Εκτίναξη δημόσιου χρέους
Ο διοικητής της ΤτΕ επανέφερε την πρόταση του για τη δημιουργία εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων, προειδοποιώντας για πρώτη φορά ότι στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Η δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για τη στήριξη των τιτλοποιήσεων των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων των τραπεζών μέσω του προγράμματος “Ηρακλής”, που ορθώς έχει αποφασιστεί, θα πρέπει να εξασφαλίζει την οριστική και ολιστική αντιμετώπιση τόσο του προβλήματος των ΜΕΔ όσο και του προβλήματος του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, με την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα κόκκινα δάνεια 8 έως 10 δις ευρώ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την οικονομία, ενώ συνακόλουθα, η διαχείριση του οποίου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση στο αμέσως επόμενο διάστημα. Εξίσου σημαντικός κίνδυνος συνδέεται με τη δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτινάχθηκε στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα. Η επικράτηση ιστορικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού το καθιστά μεσοπρόθεσμα διαχειρίσιμο.
Υπάρχει όμως ανησυχία ότι η μεγάλη και παρατεταμένη δημοσιονομική τόνωση ίσως οδηγήσει σε υπερθέρμανση των οικονομιών. Οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων επιβεβαιώνουν την ανησυχία αυτή. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος μιας σημαντικής διόρθωσης των διεθνών κεφαλαιαγορών, καθώς οι αποτιμήσεις σε ορισμένα χρηματιστήρια βρίσκονται σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα.
Μια απότομη αύξηση όμως του κόστους χρηματοδότησης μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ανάκαμψη. Ως εκ τούτου, κρίσιμης σημασίας είναι η συνέχιση και η επέκταση, για όσο χρόνο χρειαστεί, της στήριξης μέσω των προγραμμάτων αγοράς τίτλων από τις κεντρικές τράπεζες και εν γένει της διατήρησης της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.