Τα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν από τις αρμόδιες στατιστικές υπηρεσίες της Ευρωζώνης περιείχαν, για μία ακόμα φορά, κακά νέα από τη Γερμανία. Ενώ οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε «δημοσκόπηση» του πρακτορείου Reuters περίμεναν πως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 θα ήταν κατά 0,1% αυξημένο σε σχέση με αυτό του πρώτου τριμήνου, αυτό τελικά ήταν μειωμένο κατά το ίδιο ποσοστό. Το κακό δεν σταμάτησε εκεί, καθώς το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 0,30% για το ίδιο διάστημα, πράγμα που σημαίνει πως οι υπόλοιπες χώρες σημείωσαν σαφώς καλύτερες επιδόσεις από τη μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής.
Όπως επισήμανε ο διεθνής οικονομικός Τύπος, η επίδοση της Ευρωζώνης ήταν καλύτερη από αυτήν που ανέμεναν οι οικονομολόγοι, κάτι που τονίζει ακόμα περισσότερο το γεγονός πως η Γερμανία μάλλον αποτέλεσε την αρνητική εξαίρεση. Η Γαλλία και η Ισπανία ξεπέρασαν τις σχετικές εκτιμήσεις ενώ ακόμα και η Ιταλία παρέμεινε σε τροχιά ανάπτυξης. Δηλαδή τρεις από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις της περιοχής είχαν θετική συνεισφορά στη συνολική οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης και η μεγαλύτερη όλων είχε αρνητική. Όπως έγραψε η Marilen Martin στο Bloomberg στις 28 Ιουλίου, δύο μέρες πριν τις παραπάνω ανακοινώσεις και ενώ η αγορά περίμενε οριακή θετική ανάπτυξη για το γερμανικό ΑΕΠ, η χώρα που για καιρό θεωρείτο η μηχανή της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα μεγάλο βαρίδι.
Χωρίς να μπορούμε να πούμε αν αυτό είναι τυχαίο ή όχι, στο ίδιο άρθρο της 28ης Ιουλίου είδαμε πως από τη στιγμή που η κυβέρνηση του καγκελάριου Σολτς ανέλαβε τα καθήκοντά της στο τέταρτο τρίμηνο του 2021, πάνω από τις μισές τριμηνιαίες μετρήσεις των μεταβολών του ΑΕΠ ήταν μηδενικές ή αρνητικές. Δεν είναι φυσικά δυνατόν να φταίνε για αυτό αποκλειστικά ο Σολτς και η κυβέρνησή του, σίγουρα όμως μοιράζονται την ευθύνη με τους προκατόχους τους.
Το μεγάλο ενεργειακό σοκ που χτύπησε τη Γερμανία την άνοιξη του 2022 και είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί είναι ένας από τους πιο βασικούς αρνητικούς παράγοντες για τη γερμανική βιομηχανία και οικονομία. Το σημαντικό πλεονέκτημα που έδινε στον γερμανικό μεταποιητικό τομέα το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο έχει κάνει φτερά και είναι πρακτικά αδύνατον να καλυφθούν οι απώλειες.
Ακόμα και όταν παράγεται άφθονη πράσινη ενέργεια που πολλές φορές περισσεύει, το ενεργειακό κόστος δεν είναι δυνατόν να πέσει τόσο χαμηλά, καθώς αυτό κρατάει μόνο για μερικές ώρες της ημέρας. Πιθανώς η κατάσταση να ήταν αρκετά καλύτερη αν η Άνγκελα Μέρκελ δεν είχε αποφασίσει (με τη σύμφωνη γνώμη των περισσότερων κομμάτων) να «θανατώσει» τη γερμανική βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας μετά το ατύχημα της Φουκούσιμα το 2011. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει, οπότε η Γερμανία είναι αναγκασμένη να συνηθίσει να ζει με ενεργειακό κόστος αρκετά υψηλότερο από αυτό που είχε συνηθίσει για δεκαετίες.
Δύσκολα είναι τα πράγματα και σε σχέση με τον δεύτερο πυλώνα που στηρίζει εδώ και χρόνια τη γερμανική οικονομία: τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Το «πάντρεμα» της Γερμανίας με την Κίνα έδωσε πολλούς καρπούς στην οικονομία και τις επιχειρήσεις της χώρας αλλά πλέον δεν μπορεί να σηκώσει μόνο του το βάρος της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι εμπορικοί πόλεμοι που έχουν ξεκινήσει από την εποχή της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ έχουν φέρει σημαντικές δυσκολίες στη βιομηχανία της χώρας καθώς πολλές επιχειρήσεις αναγκάζονται να περιορίσουν τις εξαγωγές τους και τη γενικότερη δραστηριότητά τους στην Κίνα (οι αντίστοιχες, αρκετά σημαντικές, δραστηριότητες στη Ρωσία βρήκαν άδοξο τέλος το 2022). Την ίδια ώρα όμως, η Κίνα και πολλές άλλες χώρες έχουν γίνει οι ίδιες πολύ ισχυρές εξαγωγικές δυνάμεις, όχι μόνο σε απλά βιομηχανικά προϊόντα αλλά και σε πολλούς τομείς όπου οι γερμανικές επιχειρήσεις «έπαιζαν» για χρόνια με πολύ λίγους αντιπάλους.
Σημαντικό ρόλο στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εξαγωγές προϊόντων προς την Κίνα παίζουν η σχετικά αδύναμη ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας και η άρνηση της ηγεσίας της να λάβει σοβαρά μέτρα ενίσχυσης της ιδιωτικής καταναλωτικής δραστηριότητας. Σα να μην φθάνουν όλα αυτά, το καμάρι της γερμανικής βιομηχανίας, δηλαδή η αυτοκινητοβιομηχανία, βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς προσπαθεί να προσαρμοστεί στη στροφή προς την ηλεκτροκίνηση, την οποία μάλλον χωρίς πολλή σκέψη προώθησε και η προηγούμενη πολιτική ηγεσία.
Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και το μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων που συνεργάζονται με αυτές, τρέχουν ξαφνικά να καλύψουν το κενό που τις χωρίζει από τις κινεζικές επιχειρήσεις και την αμερικανική Tesla ενώ για πολλά χρόνια ήταν οι πρωτοπόρες στα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Εκτός από όλα αυτά όμως, η Γερμανία δεν είναι πολύ πρόθυμη να ξεκινήσει ένα δυναμικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Στον εκσυγχρονισμό του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου όπου πολλοί αυτοκινητόδρομοι και γέφυρες έχουν ήδη παλιώσει αρκετά. Στη βελτίωση της ποιότητας του τηλεπικοινωνιακού δικτύου το οποίο θεωρείται κατώτερης ποιότητας από τον μέσο όρο του ευρωπαϊκού.
Στην επέκταση και εκσυγχρονισμό των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, διαδικασία απόλυτα απαραίτητη για να μην χάνονται όλο και περισσότερες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας εξαιτίας της έλλειψης αρκετών δικτύων που να συνδέουν μεταξύ τους όλες τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά αυτές των ΑΠΕ.
Όπως επισήμανε στις 17 Ιουλίου ο Pierre Briancon του Reuters Breakingviews, η Γερμανία έχει πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος (τουλάχιστον για τα δεδομένα της Δυτικής Ευρώπης) κοντά στο 64% του ΑΕΠ, και πολύ μικρό έλλειμμα στον προϋπολογισμό της, περίπου 0,70%. Αν ήθελε θα μπορούσε να κινηθεί πολύ δυναμικά στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων. Ο Briancon ανέφερε εκτιμήσεις του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου σύμφωνα με τις οποίες ο εκσυγχρονισμός των παραπάνω τομέων της οικονομίας θα απαιτήσει δαπάνες τουλάχιστον 60 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως για τα επόμενα δέκα χρόνια. Όμως η κυβέρνηση Σολτς δεσμεύεται από τους πολύ αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες της χώρας και δεν μπορεί να προχωρήσει σε τέτοιες κινήσεις.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως η Γερμανία θα υποφέρει συνεχώς από αναιμική οικονομική ανάπτυξη. Είναι όμως βέβαιο πως βάζουν φρένο στην οικονομία της χώρας και δεν επιτρέπουν την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου, τεχνολογικού και επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας. Δεν αποκλείεται σε μερικούς μήνες ή χρόνια να δούμε τα πράγματα να αλλάζουν προς το καλύτερο, καθώς είναι γνωστές οι ικανότητες των Γερμανών μηχανικών και επιστημόνων. Όσο όμως αυτό αργεί, η Γερμανία θα μένει πίσω και το σημαντικό ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη θα την κάνει να λειτουργεί σαν ένα μεγάλο φρένο.