Στη φορολόγηση των «ουρανοκατέβατων κερδών» των ηλεκτροπαραγωγών, με εξαίρεση όμως τις μονάδες φυσικού αερίου, προχωρά το Βερολίνο, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το νέο γιγαντιαίο πακέτο μέτρων ύψους 65 δισ. ευρώ για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Και οι Βρυξέλλες, σύμφωνα με το προσχέδιο των προτάσεων που διέρρευσε προ ημερών, προωθούν την επιβολή εισφοράς στα «υπερέσοδα» των ηλεκτροπαραγωγών, ώστε να εξευρεθούν πόροι για τη χρηματοδότηση μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, πλην των μονάδων αερίου.
Εξαίρεση που στηρίζεται στο σκεπτικό ότι ακριβώς επειδή αυτές έχουν εκ των πραγμάτων πολύ υψηλό λειτουργικό κόστος, δεν προσφέρουν πολλά από άποψη επιστροφής χρημάτων για την ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το ίδιο είναι και το σκεπτικό του γερμανικού πακέτου που παρουσίασε ο καγκελάριος Σολτς. Το Βερολίνο θα επιβάλει ανώτατο όριο στα κέρδη των ενεργειακών ομίλων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από αιολική, ηλιακή ενέργεια, βιομάζα, άνθρακα, πυρηνική ενέργεια.
Τέτοιες εταιρείες έχουν συγκυριακά «υπερέσοδα», όχι λόγω της εκτίναξης του λειτουργικού τους κόστους, παρά λόγω των υψηλών επιπέδων στα οποία κινείται η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, η οποία, με βάση το ακολουθούμενο επί χρόνια παρωχημένο μοντέλο, καθορίζεται από τις υψηλές προσφορές των μονάδων αερίου. Οι προσφορές των τελευταίων ωστόσο αντανακλούν την εκτίναξη του λειτουργικού τους κόστους, εξαιτίας ακριβώς της εκρηκτικής αύξησης των διεθνών τιμών του καυσίμου.
Το Βερολίνο επέλεξε να τις εξαιρέσει από το νέο πακέτο μέτρων και η φορολόγηση να συμπεριλάβει όλες τις υπόλοιπες τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες στη δεδομένη συγκυρία, παρ’ ότι δεν έχουν αυξηθεί τα κόστη τους, εντούτοις εισπράττουν ιδιαίτερα αυξημένες τιμές για κάθε μεγαβατώρα που παράγουν.
Τα έσοδα από τον φόρο στα κέρδη των Γερμανών ηλεκτροπαραγωγών εκτιμάται ότι θα είναι τόσα πολλά, ώστε θα οδηγήσουν σε «φρένο στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας», όπως ανέφερε ο Σολτς.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, εάν η Κομισιόν καθυστερήσει να υιοθετήσει το αντίστοιχο δικό της σχέδιο, το Βερολίνο θα προχωρήσει μονομερώς στην υιοθέτηση του δικού του πακέτου μέτρων. Τόσο το προσχέδιο των προτάσεων της Επιτροπής, όσο και το μοντέλο της Γερμανίας, προσομοιάζουν στο ελληνικό, με κάποιες διαφορές.
Οι Βρυξέλλες προκρίνουν μέτρα μείωσης της ζήτησης στο ρεύμα, μαζί με πλαφόν για τεχνολογίες παραγωγής ρεύματος, φθηνότερες από εκείνες του φυσικού αερίου (στην Ελλάδα επιβάλλεται πλαφόν και σε αυτές), υπό τον όρο ότι οι χώρες θα χρησιμοποιήσουν τα έσοδα που θα προκύψουν για να δώσουν κίνητρα μείωσης της ζήτησης και επιδότηση των πιο ευάλωτων.
Και στην Ελλάδα πάντως η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά την αλλαγή του μίγματος των μέτρων στήριξης και επιδοτήσεις, προκειμένου αυτές να πάψουν να δίνονται οριζόντια, όπως σήμερα, παρά σε συνάρτηση με μέτρα εξοικονόμησης. Το μέτρο, εφόσον υιοθετηθεί θα βάλει τέλος από το 2023 στις υψηλές κρατικές επιδοτήσεις που στην Ελλάδα φτάνουν να καλύπτουν μέχρι και το 94% των αυξήσεων στο ρεύμα.
Κυβερνητικές πηγές, εξηγούν ότι η πολιτική αυτή είναι δύσκολο να συνεχιστεί και του χρόνου, καθώς τα δημοσιονομικά περιθώρια στενεύουν. Ο προϋπολογισμός δεν αντέχει για τόσο μακρύ διάστημα να επιδοτεί σε τόσο υψηλά επίπεδα. Το θέμα μάλιστα της αλλαγής του μίγματος των μέτρων φαίνεται να συζητήθηκε και κατά τη χθεσινή σύσκεψη για την ενεργειακή επάρκεια στο Μαξίμου. Οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ακόμη ληφθεί, αφού το οικονομικό επιτελείο αναζητά τα κριτήρια (εισοδηματικά ή κατανάλωση ρεύματος) βάσει του οποίου και θα δίνονται πλέον οι επιδοτήσεις.
Το τέλος των οριζόντιων επιδοτήσεων συνδέεται και με την αλλαγή που προωθεί η ίδια η Κομισιόν. Στο εξής πρέπει να επιβραβεύονται όσοι καταναλωτές κάνουν οικονομία και όχι να επαναπαύονται όλοι στη λογική ότι υπάρχει μια κυβέρνηση που θα πληρώσει έτσι και αλλιώς τους λογαριασμούς. Πόσο μάλλον όταν έχει παρατηρηθεί να φτάνουν ακόμη και σε έχοντες μηδενικοί λογαριασμοί, ενώ άλλοι να διαπιστώνουν και μικρές επιστροφές.