Του Βασίλη Γεώργα
Μετά από πάρα πολλά χρόνια που οι προϋπολογισμοί χαρακτηρίζονταν από αέναες διαπραγματεύσεις, τεχνητές αντιπαραθέσεις και ζημιογόνες για την οικονομία και την κοινωνία καθυστερήσεις και παλινωδίες, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη καταφέρνει να κλείσει για πρώτη φορά τόσο νωρίς τον προϋπολογισμό του 2020 στέλνοντας το πιο ηχηρό μήνυμα αξιοπιστίας και επιστροφής στην κανονικότητα.
Έναν προϋπολογισμό θετικών μέτρων, ελαφρύνσεων και κινήτρων, πειθαρχημένων πολιτικών και συνετής διαχείρισης που προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη και αύξηση των εισοδημάτων. Έναν προϋπολογισμό που μας υπενθυμίζει ότι το ελληνικό κράτος μπορεί να είναι σοβαρό και ευρωπαϊκό, που ενδιαφέρεται για τα χρήματα των φορολογούμενων και στοχεύει στην έξοδο από την κρίση.
Σήμερα έκλεισαν και με τη βούλα τα βασικά συστατικά του προϋπολογισμού για το 2020 καθώς γεφυρώθηκε το χάσμα με τους θεσμούς με αποτέλεσμα το προσχέδιο που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση στην Κομισιόν να είναι κατά βάση αυτό που θα εφαρμοστεί. Η Ελλάδα πλέον δεν αποτελεί τον φτωχό συγγενή της Ευρώπης γιατί διαθέτει μία κυβέρνηση με συγκεκριμένο σχέδιο και στρατηγική, η οποία εφαρμόζει ακριβώς την ατζέντα για την οποία την ψήφισαν οι πολίτες το βράδυ της 7ης Ιουλίου. Ίσως την πιο φιλοεπενδυτική κυβέρνηση στην Ευρώπη, όπως είχε πει πρόσφατα γνωστός ξένος μεγαλοεπενδυτής.
Το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός κλείνει χωρίς αστερίσκους, χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς γκρίζες ζώνες δείχνει ότι οι δανειστές αναγνωρίζουν πως η αναξιοπιστία της χώρας αποκαθίσταται και σε αυτό έχει παίξει κρίσιμο ρόλο η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα του αρμόδιου υφυπουργού, Θόδωρου Σκυλακάκη και συνολικά του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
Είναι μία πάρα πολύ σημαντική εξέλιξη τόσο για το πώς μας αντιμετωπίζουν οι αγορές, λίγες ημέρες πριν τον χρησμό του οίκου S&P, όσο και για την επενδυτική εμπιστοσύνη, σε μία εποχή που οι επενδυτές αναζητούν ασφαλείς προορισμούς με ικανοποιητικές αποδόσεις και η χώρα μας διψάει για εισροές κεφαλαίων. Διατηρείται κατ' αυτόν τον τρόπο το θετικό κλίμα που άρχισε να διαμορφώνεται από το βράδυ των ευρωεκλογών και είχε ως αποτέλεσμα το ράλι στα ελληνικά κρατικά ομόλογα και στο χρηματιστήριο.
Η συμφωνία σε χρόνο-ρεκόρ μεταξύ κυβέρνησης-θεσμών γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή αν τη συγκρίνουμε με τα όσα ζήσαμε τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος δεν θυμάται τις αξιολογήσεις σε… διαδοχικά επεισόδια, τις τεράστιες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, τα εμπόδια προς τους επενδυτές και τις δημοσιονομικές αστοχίες που στοίχισαν πολλά δισεκατομμύρια στην οικονομία και όλα αυτά μαζί πυροδότησαν ένα brain drain που δύσκολα θα αναστραφεί.
Τα πρωτοσέλιδα της περιόδου 2015-2018 αναφέρονταν στην συντριπτική τους πλειονότητα στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς με όρους όπως «ανοιχτές πληγές», «αγκάθια» και «τρύπες που πρέπει να κλείσουν και φυσικά για νέα μέτρα, νέα φορολογικά βάρη, νέες περικοπές. Για να καταλήγουμε κάθε χρόνο σε υπερπλεονάσματα-μαμούθ που έχτισαν ένα μαξιλάρι το οποίο είναι δεσμευμένο στην Τράπεζα της Ελλάδος και δεν μπορεί να αξιοποιήσει το ελληνικό δημόσιο.
Από τον «προϋπολογισμό της απελπισίας» του 2015 μέχρι και τον πρώτο μεταμνημονιακό προϋπολογισμό, του 2019, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και όταν συμφωνούσε με τους δανειστές, άφηνε εκκρεμότητες και εκτελούσε το οικονομικό της σχέδιο με τεράστιες αποκλίσεις, συντηρώντας το κλίμα αναξιοπιστίας. Σήμερα, οι επενδυτές ξέρουν ότι θα δεσμεύσουν τα χρήματά τους σε μία χώρα που αλλάζει, σε μία οικονομία στην οποία κυριαρχούν φιλελεύθερες πολιτικές και η επενδυτική άνοιξη για την οποία μίλησε χθες ο Κ. Μητσοτάκης είναι πιο κοντά από ποτέ.