Το ελατήριο εκτινάχθηκε και όλα δείχνουν ότι μπορεί να ισορροπήσει σε νέα υψηλά επίπεδα, απελευθερωμένο από τα βάρη του παρελθόντος και με καύσιμα τις επενδύσεις, τον τουρισμό και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Εφόσον δεν υπάρξουν εξωγενείς αναταράξεις, τότε ενδεχομένως οι προβλέψεις, τόσο για φέτος, όσο και το 6,2% του 2022 και το 4,4% του 2023, να αποδειχθούν φειδωλές. «Η φετινή ανάπτυξη 6% δεν είναι πυροτέχνημα», σημειώνουν κυβερνητικές πηγές.
Και η αλήθεια είναι πως δεν περνά ημέρα που η ατζέντα να μην περιλαμβάνει συναντήσεις υψηλού επιπέδου με μεγάλους ξένους επενδυτές οι οποίοι έχουν σχέδια για τη χώρα μας. Τελευταία εξέλιξη η απόφαση του γαλλικού ξενοδοχειακού κολοσσού Accor, όχι μόνο να μπει δυναμικά στην ελληνική αγορά, αλλά και το σχέδιο για δημιουργία διεθνούς «Εκπαιδευτικού Κέντρου για τον Τουρισμό».
Ο μεγαλύτερος τουριστικός όμιλος της Ευρώπης και ένας από τους παγκόσμιους κολοσσούς έχει αποφασίσει να επανεκπαιδεύσει τους 80.000 εργαζομένους του. Και με αφορμή το άνοιγμα μιας ακόμη ξενοδοχειακής του μονάδας στην Ελλάδα, ο διευθύνων σύμβουλος Σεμπαστιάν Μπαζέν που συναντήθηκε χθες με τον Κυρ. Μητσοτάκη, τον ενημέρωσε ότι αναζητά τοποθεσία στη χώρα μας για την ανέγερση ενός κέντρου εκπαίδευσης διεθνούς εμβέλειας.
Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο. Δείχνει ότι η προσέγγιση πολλών ξένων επενδυτών προς την Ελλάδα είναι πλέον ολιστική. Το ελληνικό χαρτοφυλάκιο της Accor περιλαμβάνει ήδη επτά ξενοδοχεία, όμως οι Γάλλοι ενδιαφέρονται για νέα ανοίγματα, από τον ορεινό και καταδυτικό τουρισμό, έως το Ράλι Ακρόπολις και το Business Travel.
Επενδύσεις, επενδύσεις, επενδύσεις. Αυτό θα είναι για καιρό το σύνθημα του οικονομικού επιτελείου. Και η εκτίμηση είναι ότι το επόμενο διάστημα έρχεται ωστικό κύμα επενδύσεων από κάθε κλάδο, ενώ νέες εισαγωγές εταιρειών στο Χρηματιστήριο εξετάζονται και νέες ομολογιακές εκδόσεις βρίσκονται στα σκαριά. Έπειτα, είναι τα πρόσφατα deals που γίνονται σε αποτιμήσεις που εμπεριέχουν premium ευθέως συγκρίσιμο με ευρωπαϊκές αγορές. Χαρακτηριστική η πώληση του ΔΕΔΔΗΕ που αποκάλυψε τις κρυμμένες υπεραξίες της ΔΕΗ, ενός ομίλου που συνυπολογίζοντας και το φιλέτο των υδροηλεκτρικών, φτάνει να έχει πλέον επιχειρησιακή αξία κοντά στα 10 δισ ευρώ. Σε αποτιμήσεις μεγαλύτερες ενδεχομένως απ' ότι δικαιολογούν οι ταμειακές ροές των πωλούμενων assets και άλλες εξαγορές, όπως ΔΕΠΑ Υποδομών, Chipita, κ.ό.κ.
Όλα αυτά βλέπουν οι ξένοι αναλυτές και ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης ακόμη και πάνω από 8%, με το οικονομικό επιτελείο να κρατά σκόπιμα χαμηλότερα τον πήχη των προβλέψεων, θεωρώντας προτιμότερο να έρθει αντιμέτωποι με μια θετική, παρά αρνητική έκπληξη. Εδώ και χρόνια εξάλλου η χώρα αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στα μάτια των ξένων, αρκούν μερικές αστοχίες για να θαμπώσει η θετική απεικόνιση της ανάκαμψης μετά από τόσο μακρά και βαθιά απώλεια εισοδήματος.
Το ερώτημα φυσικά είναι πότε όλα αυτά θα αποτυπωθούν στο διαθέσιμο εισόδημα και εντέλει σε αύξηση μισθών. Αν και πρόωρα τα συμπεράσματα, την τελευταία διετία το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 5%. Είναι η έμμεση αύξηση των εισοδημάτων μέσω των φοροελαφρύνσεων. Επίσης, το ελληνικό καλοκαίρι έφερε αύξηση μισθών και μείωση της ανεργίας, εικόνα που μένει να φανεί πόσο διατηρήσιμη θα είναι τους επόμενους μήνες.
Το πρώτο και τελευταίο ωστόσο λόγο για να βγουν οι προβλέψεις της ανάπτυξης, έχουν οι επενδύσεις. Το ελληνικό ελατήριο θα ισορροπήσει σε νέα υψηλά με πιλότο, όχι τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που στηρίζονται σε ευρωπαϊκούς πόρους, ίδια κεφάλαια και χρηματοδότηση από τράπεζες, των οποίων ο ρόλος κομβικός. Μην ξεχνάμε ότι η δομή χρηματοδότησης προβλέπει 40% δάνειο από το Ταμείο, 30% ίδια κεφάλαια και 30% τραπεζική χρηματοδότηση.
Κομβικό επίσης κεφάλαιο για το θετικό story, τι θα γίνει με τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η κυβέρνηση θεωρεί βέβαιο ότι θα υπάρξουν αλλαγές. Συμφωνεί ακόμη και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Είναι η μεγάλη συζήτηση του 2022. Το πού θα κάτσει η μπίλια ουδείς ακόμη γνωρίζει. Σήμερα ισχύει ότι χώρες με υπερβολικά υψηλό χρέος πρέπει να επιτυγχάνουν ετήσια μείωση που να αντιστοιχεί στο 1/20 του υπερβάλλοντος ποσοστού. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιστρέψουν στο 60% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Από το πλαίσιο που θα συμφωνηθεί θα κριθούν οι φόροι των επόμενων ετών, ενώ οι διαπραγματεύσεις θα γίνουν με φόντο τις επικείμενες εκλογές σε Γαλλία και Ιταλία και τους φόβους αναζωπύρωσης του ευρωσκεπτικιστικού κινήματος.