Η χώρα είχε ανάγκη από ένα επιτελικό όργανο για την βιομηχανία. Το χρειάζονταν τουλάχιστον μια δεκαετία πριν, δηλαδή προτού υπάρξει ένα ακόμη κύμα αποβιομηχάνισης.
Το επιτελικό αυτό όργανο το αποκτήσαμε τώρα. Ονομάζεται «Κυβερνητική Επιτροπή Βιομηχανίας (ΚΕΒ)» και αποστολή του να καταρτίσει μια εθνική βιομηχανική πολιτική και να συνεργάζεται με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας στην επίλυση κάθε είδους προβλήματος.
Επίσης η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα εθνικό σχέδιο για την οικονομία. Την πρώτη ύλη δίνουν οι προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη. Έμφαση και εδώ δίνεται στην βιομηχανία.
Οι προθέσεις είναι καλές. Αρκούν όμως για να ξεκολλήσει η βιομηχανία από το 8%-9% συμμετοχής στο ΑΕΠ; Μπορούμε να πιάσουμε το στόχο 12%, όταν η Ευρώπη έχει βάλει πλώρη για το 20% την επόμενη 2ετία; Έχουμε την τόλμη και το πολιτικό ρίσκο για να φέρουμε ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα;
Η ευκαιρία είναι μοναδική. Και ίσως για πρώτη φορά η βιομηχανία αισιοδοξεί για το μέλλον. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρωτίστως είναι τα δείγματα γραφής της κυβέρνησης.
Η σύσταση επιτελικού οργάνου για την βιομηχανία είναι ο ένας. Η χώρα ναι μεν διέθετε υπουργό Βιομηχανίας, αλλά τα κυρίαρχα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, όπως το ενεργειακό κόστος και οι φορολογικές αποσβέσεις, άπτονται των αρμοδιοτήτων άλλων υπουργείων.
«Είχαμε ζητήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε τη σύσταση ενός υπερυπουργείου, είτε τη σύσταση ενός διϋπουργικού οργάνου που θα επιλαμβάνονταν των προβλημάτων που ταλανίζουν τις ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις», λέει στο liberal.gr ο Γενικός Διευθυντής της Ελληνικής Παραγωγής, Κώστας Θέος. Τελικά το αίτημα εισακούστηκε από την παρούσα κυβέρνηση και, όπως επισημαίνει, «αποτελεί μια άκρως θετική εξέλιξη».
Η έκθεση Πισσαρίδη
Η δεύτερη αιτία αισιοδοξίας είναι η προσδοκία για αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας. Έστω στα χαρτιά, οι προσθέσεις υπάρχουν, το δείχνουν τα όσα αναφέρει η έκθεση Πισσαρίδη. Κεντρικός αναπτυξιακός άξονας για το μετα-πανδημικό μέλλον της χώρας, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγής και των εξαγωγών αγαθών.
«Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας (δηλαδή της σχετικής συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν), καθώς και η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
«Είναι η κατεύθυνση που μας αρέσει», παραδέχεται χωρίς περιστροφές ο κ. Θέος, σημειώνοντας ότι ακόμη και το 30% να γίνουν από αυτά που περιγράφονται στην έκθεση για την δικαιοσύνη, την κατάρτιση, το ρυθμιστικό πλαίσιο, τις αδειοδοτήσεις, η Ελλάδα θα γίνει μια άλλη χώρα.
Η όψιμη στροφή όμως της ελληνικής πολιτείας στην μεταποίηση, υπαγορεύεται και από άλλους παράγοντες. Και δεν είναι μόνον η καταβαράθρωση του τουρισμού και η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας ύπαρξης βασικών αγαθών (π.χ. οι χειρουργικές μάσκες) λόγω της πανδημίας, που διαμορφώνουν νέους όρους στήριξης της μεταποίησης.
Πολλές δυτικές κυβερνήσεις έχουν ξεκινήσει αυτή τη στροφή προ πολλού. Τάση που ξεκίνησε όταν η διεθνής κοινότητα συνειδητοποίησε ότι οι χώρες με ισχυρή βιομηχανία και μεταποίηση, ανέκαμψαν πολύ πιο γρήγορα, μετά την κρίση του 2008, απ’ ότι χώρες με χαμηλή παραγωγική βάση. Η διαπίστωση δε αυτή, εκφράστηκε ξεκάθαρα στον σινο-αμερικανικό εμπορικό πόλεμο που ξέσπασε αμέσως μετά και στον οποίο μπήκε ως ένα βαθμό η Ευρώπη, αλλά και άλλες μεγάλες οικονομίες.
Η αισιοδοξία όμως για την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας τα επόμενα χρόνια, προέρχεται και από έναν άλλο, κατά κανόνα εσωτερικό, παράγοντα. Πρόκειται για το «ξεκαθάρισμα» της βιομηχανίας που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια της ύφεσης στην Ελλάδα. Οι πιο αδύναμοι χάθηκαν και στο τέλος επιβίωσαν οι πιο υγιείς και κατά κανόνα οι πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Αυτό αποτυπώθηκε στην διάρκεια της περασμένης δεκαετίας στο εμπορικό ισοζύγιο, όπου σημειώθηκε μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών (αγαθών), απ’ ότι στις εισαγωγές.
Τέλος, υπάρχει και το πακέτο των 72 δισ. ευρώ, που ενισχύει τα «σφιγμένα» από την πανδημία, χαμόγελα. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι άνθρωποι της Ελληνικής Παραγωγής, η βιομηχανία δεν θέλει να βασίζεται στις επιδοτήσεις. Προτιμά την αλλαγή των όρων ανταγωνισμού.
Τέτοιοι όροι είναι η μείωση π.χ. του ενεργειακού κόστος, της διάρκειας των φορολογικών αποσβέσεων, του μη-μισθολογικού κόστους, η καλύτερη κατάρτιση προσωπικού κ.λπ. Όροι δηλαδή που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Κι εδώ είναι το πεδίο που μπορεί η κυβέρνηση να αποδείξει ότι πραγματικά ενδιαφέρεται για την ελληνική μεταποίηση.