H μεγάλη «φυγή» ευρωπαϊκών επενδύσεων προς τις ΗΠΑ συνεχίζεται, τα ισχυρά αμερικανικά κίνητρα εκμεταλλεύονται πλέον και οι μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες και η εθισμένη στην αποβιομηχάνιση Ευρώπη παραμένει σε ρόλο παρατηρητή.
Τελευταίο επεισόδιο, οι παράλληλες ανακοινώσεις δύο ελληνικών πολυεθνικών, που προστίθενται από χθες στη μακρά λίστα των κεφαλαίων που στρέφουν την πλάτη τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Η μεν Cenergy Holdings ανακοίνωσε ότι θα κατασκευάσει νέα μονάδα παραγωγής καλωδίων υψηλής τεχνολογίας, 300 εκατ. ευρώ, στο Μέριλαντ της Βαλτιμόρης, ύψους 300 εκατ. ευρώ, ο δε, Τιτάνας ότι θα αναπτύξει νέα γραμμή παραγωγής καθαρού τσιμέντου στη Βιρτζίνια.
Γιατί στις ΗΠΑ και όχι κάπου στην ΕΕ; Διότι η θυγατρική του ομίλου Viohalco θα λάβει φοροαπαλλαγές ύψους 58 εκατ. ευρώ, ο δε Τιτάνας θα επιδοτηθεί με ποσά έως 61,7 εκατ. δολαρίων.
Τι αντίστοιχες επιχορηγήσεις θα έπαιρναν αν επέλεγαν να κάνουν τις επενδύσεις τους στην Ευρώπη; Πιθανότατα, τίποτα.
Διότι με τους Αμερικάνους και τους Καναδούς ισχύει αυτό που συχνά αναφέρει ο Ευ. Μυτιληναίος. Το «put the money where your mouth is», δηλαδή αποδεικνύουν με χρήματα πάνω στο τραπέζι, αυτά που εννοούν, όταν η ΕΕ αρκείται στα ευχολόγια και κινητοποιείται μόνο όταν η Κίνα αρχίζει να «φταρνίζεται», όπως όταν το Πεκίνο απείλησε ότι θα διακόψει τις εξαγωγές σε γάλλιο και γερμάνιο. Συνήθως, η αντίδραση έρχεται με καθυστέρηση και είναι μικρή, too little , too late, όπως λένε οι αγγλοσάξονες.
Απέναντι στα «μπαζούκας» των Αμερικανών, τους οποίους ανταγωνίζονται οι Καναδοί σε έξυπνες ιδέες και μέτρα, η Ευρώπη συνεχίζει να προσφέρει διευκολύνσεις και λιγότερη χαρτούρα, αλλά από μέτρα ουσίας, μηδέν.
Το επενδυτικό «πακέτο» Μπάιντεν ύψους 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων με στόχο να προσελκύσει επενδύσεις στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αποδεικνύεται με το πέρας του χρόνου παρά πολύ ελκυστικό για τους Ευρωπαίους επενδυτές.
Και έτσι, παρά την πρόσφατη «Διακήρυξη της Αμβέρσας», μια επείγουσα έκκληση προς την ηγεσία της Ευρώπης, για αναζωογόνηση του βιομηχανικού τοπίου, εν μέσω γεωπολιτικών ανατροπών, η «φυγή» των ευρωπαϊκών βιομηχανιών συνεχίζεται.
Στην περίπτωση της Cenergy, η εταιρεία του ομίλου Στασινόπουλου, ανακοίνωσε ότι η αμερικανική θυγατρική της, Hellenic Cables Americas υπέβαλε επιτυχώς στο υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ αίτημα ένταξης στο Πρόγραμμα Επιλέξιμων Δαπανών Ενέργειας (Qualifying Advanced Energy Project). Η αρμόδια υπηρεσία την ενημέρωσε ότι εντάχθηκε στο πρόγραμμα αυτό με φορολογική απαλλαγή, μέσω του προγράμματος IRA, ποσού ίσου με 58 εκατ. δολάρια για την παραπάνω μονάδα.
Εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η διαδικασία ελέγχου (due diligence process) που είναι σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες, η Hellenic Cables Americas θα προβεί στην αγορά ακινήτου στην τοποθεσία Wagners Point της Βαλτιμόρης, έκτασης 154 στρεμμάτων περίπου (38 acres). Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η μεταβίβαση αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί εντός 8 εβδομάδων υπό την προϋπόθεση λήψης των συνήθων σε ανάλογες συναλλαγές εγκρίσεων.
Η νέα μονάδα, η οποία τελεί υπό την αίρεση λήψης τελικής επενδυτικής απόφασης, θα παράγει υποβρύχια και υπόγεια καλώδια για εφαρμογές υπεράκτιων αιολικών πάρκων και εκσυγχρονισμού του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Θα απευθύνεται στην αναπτυσσόμενη αγορά ενεργειακής μετάβασης με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που θα κατασκευάζονται με σύγχρονη, καθαρή, χαμηλού θορύβου και εξαιρετικά χαμηλών εκπομπών παραγωγική διαδικασία.
Κάποιος, καλοπροαίρετος αναγνώστης, θα μπορούσε αναρωτηθεί: Τόσο δύσκολο θα ήταν για τη θυγατρική της Viohalco να επιλέξει την Ελλάδα για μια τέτοια μονάδα παραγωγής καλωδίων για υπεράκτια αιολικά; Ειδικά τώρα, που έχει ανοίξει η δημόσια συζήτηση για τη δημιουργία μιας εφοδιαστικής αλυσίδας στη χώρα μας, η οποία θα παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας για τα offshore αιολικά τα οποία θέλουμε να αναπτύξουμε στις ελληνικές θάλασσες;
Στην απάντηση, πέραν του γεγονότος ότι τέτοια κίνητρα, ύψους 58 εκατ δολαρίων δεν θα έβρισκε στην Ελλάδα, θα έπρεπε δυστυχώς να συμπεριλάβει κανείς και τους γνωστούς χιλιοειπωμένους λόγους.
Τη γραφειοκρατία που ταλαιπωρεί διαχρονικά τους επενδυτές. Την Εφορία που κάνει το ίδιο. Τη Δικαιοσύνη, που ποτέ κανείς δεν ξέρει πότε θα εκδικάσει μια προσφυγή. Τις άδειες που βγαίνουν με την ίδια καθυστέρηση, όπως παλιά. Τα εργατικά χέρια, εξειδικευμένα και μη, που λείπουν. Τα τρένα, που ενώ διεθνώς αποτελούν το κύριο μέσο μεταφοράς των εμπορευμάτων, στην Ελλάδα είναι οι ακριβές οδικές μεταφορές. Την αποτελεσματικότητα του κράτους γενικά.
Το δεύτερο παράλληλο «χτύπημα» σε όσους αναμένουν ακόμη μια δυναμική ευρωπαϊκή βιομηχανική απάντηση απέναντι στις ΗΠΑ, ήρθε επίσης χθες από την τσιμεντοβιομηχανία Τιτάνα, η οποία ανακοίνωσε ότι έλαβε επιχορήγηση ύψους έως και 61,7 εκατ. δολ. για παραγωγή τσιμέντου με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα.
Την επιχορήγηση θα λάβει το υφιστάμενο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου Roanoke του Τιτάνα στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, το οποίο επελέγη από το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ για να αναπτύξει μία καινοτόμο τεχνολογία που θα παράγει θερμικά ενεργοποιημένη άργιλο.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η υλοποίηση αυτής της καινοτόμου τεχνολογίας τσιμέντου θα μειώσει σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και θα αποτελέσει πρότυπο για την ανάπτυξη πιο βιώσιμων υποδομών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στις άλλες περιοχές που δραστηριοποιείται ο όμιλος.
Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο μερών, ο Τιτάν θα υποστηρίξει το έργο με πρόσθετες επενδύσεις. Το έργο εντάσσεται στην προσπάθεια του ομίλου για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο πλαίσιο του φιλόδοξου στόχου του για την παραγωγή σκυροδέματος με ουδέτερο αποτύπωμα άνθρακα έως το 2050.
Δεν είναι φυσικά μόνο η βαριά βιομηχανία που «ψηφίζει» ΗΠΑ και Καναδά. Τον Ιούνιο του 2023, η Mytilineos είχε ανακοινώσει επένδυση 1,16 δισ. ευρώ για εξαγορά φωτοβολταϊκών πάρκων στον Καναδά, τη μεγαλύτερη έως σήμερα στην ιστορία της, καθώς και ότι εξετάζει ακόμη και κατασκευή εργοστασίου αλουμινίου στη Β.Αμερική.
Η επένδυση στα φωτοβολταϊκά θα κοστίσει 800 εκατ. αφού τα 300 εκατ. δηλαδή το 26%, επιδοτείται από τους Καναδούς, ανεβάζοντας κατά δύο ολόκληρες μονάδες την τελική απόδοση. Σε ορίζοντα τριετίας, το κόστος μεταφράζεται σε 250 εκατ. ευρώ το χρόνο, διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, ωστόσο πολύ λιγότερο απ' ότι αν η επένδυση γινόταν σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, χωρίς τις επιδοτήσεις.
Η απόβαση ευρωπαϊκών - και ελληνικών - επιχειρήσεων στη Β.Αμερική συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, τίποτα δεν δείχνει ότι θα φρενάρει, η λίστα μεγαλώνει, το μεγάλο οραματικό σχέδιο για την ευρωπαϊκή βιομηχανία που περιέγραφε και στο πρόσφατο άρθρο του ο τέως πρόεδρος της ΕΕ και τέως Πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, λείπει.
Το καλό σενάριο είναι ότι η Επιτροπή που θα προκύψει από τις Ευρωεκλογές θα εισακούσει τις ανησυχίες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και ότι θα δούμε μια εντελώς καινούργια και δυναμική ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιομηχανία. Το κακό σενάριο κανείς δεν θέλει να το σκέφτεται.