Ενώ οι αγορές είχαν προεξοφλήσει ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα ανακοίνωνε σήμερα τη μείωση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη κατά 0,25%, η εξασθένηση του πληθωρισμού στο 2,2%, η υποχώρηση των πρόδρομων δεικτών κατά το τελευταίο δίμηνο και η επιβράδυνση της οικονομίας, δικαιολογούν τη συνέχιση του κύκλου χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής – και κατ’ επέκταση μείωσης του κόστους του χρήματος - που άνοιξε τον Ιούνιο. Ταυτόχρονα, επιτρέπουν στους αναλυτές να προβλέπουν σταδιακή πτώση των επιτοκίων στο 2,25%-2,50% έως το τέλος του 2025.
Σήμερα, οι αγορές προεξοφλούν μία ακόμη μείωση τον ερχόμενο Δεκέμβριο, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να υποχωρεί στο 3,50%. Και μπορεί το γερμανικό λόμπι να ασκεί πιέσεις για πολύ επιφυλακτικές μειώσεις στη συνέχεια, όμως όσο η οικονομία της Γερμανίας θα βρίσκεται μεταξύ ύφεσης και οικονομικής στασιμότητας, τόσο θα ενισχύονται τα επιχειρήματα για μία πιο επιθετική προσέγγιση.
Διότι, ακόμα και αν δεν υπάρχει στον ορίζοντα σοβαρός κίνδυνος βαθιάς ύφεσης, οι επιπτώσεις μίας μακράς περιόδου στασιμοπληθωρισμού ενδέχεται να είναι το ίδιο επιβλαβείς. Αναλυτές της Nomura εκτιμούν ότι πολλές επιχειρήσεις τόσο στη Γερμανία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, θα κληθούν σύντομα να λάβουν πολύ δύσκολες αποφάσεις, διότι θα πρέπει να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος πρώτων υλών και παραγωγής, μειώνοντας έτσι τα περιθώρια κέρδους, με αποτέλεσμα πολλές να κινδυνεύσουν με λουκέτο.
Ο Ιταλός οικονομολόγος, Λορέντζο Κοντόνιο και ο αναλυτής της Goldman Sachs, Σβεν Γιάρι Στεν, εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα κινηθεί στη συνέχεια επιφυλακτικά για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί η εξασθένηση του πληθωρισμού κρύβει παγίδες και δεύτερον επειδή η ΕΚΤ δεν θα θελήσει να ξεφύγει πολύ μπροστά από τη Fed στις μειώσεις των επιτοκίων. Όπως σημειώνει ο Λ. Κοντόνιο, τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat που έδειξαν πτώση του πληθωρισμού στο 2,2% τον Αύγουστο, αποτελούν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Παρ’ όλα αυτά, η πτώση οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη μείωση των ενεργειακών τιμών (-3% σε ετήσια βάση), ενώ και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα εμφάνισαν πτώση 0,5% σε μηνιαία βάση. Αν, όμως, αυτά τα δύο πεδία εξαιρεθούν, ο δομικός πληθωρισμός παραμένει σχεδόν αμετάβλητος (2,8% τον Αύγουστο από 2,9% τον Ιούλιο). Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών ενισχύθηκε στο 4,2% τον Αύγουστο, από 4% τον Ιούλιο, υποδηλώνοντας ότι ο κίνδυνος αναθέρμανσης δεν έχει πλήρως εξαλειφθεί.
Όσον αφορά το κόστος του χρήματος, θα πρέπει να πούμε ότι η μείωση των επιτοκίων στο 2,25% - 2,50% στο τέλος του 2025 θα επαναφέρει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο επίπεδο που βρισκόταν, όχι πολύ παλιά, τον Μάρτιο του 2023. Διότι από τον Ιούλιο του 2012 έως και τον Σεπτέμβριο του 2022, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων παρέμεινε στο μηδέν ή χαμηλότερα. Αυτό επέτρεψε στις αγορές να λειτουργήσουν υπό πρωτοφανείς συνθήκες, από τη στιγμή που το κόστος δανεισμού ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Ήταν τόσο ευνοϊκές οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν μεγάλες στρεβλώσεις, οι οποίες ακόμη και σήμερα επηρεάζουν το κλίμα σε αγορές και οικονομία, καθώς δεν είναι εύκολη η προσαρμογή σε υψηλό κόστος δανεισμού μετά από μία δεκαετία μηδενικών επιτοκίων.
Πότε όμως θα τελειώσει η κρίση της ακρίβειας; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στον στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ, προς τα μέσα του 2025. Υπάρχουν, βέβαια, και οι πιο συντηρητικές προβλέψεις που θέλουν τον πληθωρισμό να έχει διακυμάνσεις και να σταθεροποιείται στο 2% στις αρχές του 2026.
Σε κάθε περίπτωση, η κρίσης της ακρίβειας θα τελειώσει μόνο όταν δούμε μειώσεις τιμών, κάτι που χρειάζεται την ταυτόχρονη ευνοϊκή εξέλιξη αρκετών παραγόντων, όπως η πτώση των τιμών στις πρώτες ύλες και στην ενέργεια, αλλά και η πτώση της ζήτησης. Αν η ζήτηση υποχωρήσει σημαντικά λόγω μίας ύφεσης, τότε οι τιμές θα πέσουν ταχύτερα, ενώ αν σημειωθεί απλώς επιβράδυνση της οικονομίας, δύσκολα θα δούμε εξομάλυνση των τιμών μεσοπρόθεσμα, ήτοι μέσα στην επόμενη διετία.