(Φωτ.: Λιγνιτικές μονάδες έχουν τεθεί σε περιορισμένη λειτουργία, για να μην αποσυρθούν πρόωρα. Η λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολης, ισχύος 800 MW, λειτουργεί μόνον με 400 MW, κάτι που καταδυκνύει την ανάγκη για δημιουργία νέων μονάδων το επόμενο διάστημα.)
Της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Τα πάνω - κάτω έχει φέρει η οικονομική κρίση στη χώρα μας σε ο,τι έχει να κάνει με τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Μπορεί να εμφανίζεται μειωμένη από το 2009 και μετά, λόγω της ύφεσης της πραγματικής οικονομίας, ωστόσο φαίνεται ότι οι καταναλωτές καταφεύγουν στον ηλεκτρισμό για τη θέρμανση τους, εγκαταλείποντας τα παραδοσιακά καύσιμα, όπως είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το 2021 η ζήτηση ηλεκτρισμού αναμένεται να επανέλθει στα επίπεδα του 2008, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), αν και με βάση τα σενάρια που έχει εκπονήσει, προκύπτει μια σταδιακή αύξηση της ως το 2026, έστω και με μικρότερους ρυθμούς, σε σχέση με τη δεκαετία 2000 - 2010, που θα θέσει επί τάπητος την ανάγκη κάλυψης της με νέες μονάδες, καθώς θα οδηγηθούν σε απόσυρση παλαιές λιγνιτικές μονάδες.
Αυξητικές τάσεις για τη ζήτηση του ηλεκτρισμού
Ως το 2008, έτος απαρχής της οικονομικής κρίσης, η ζήτηση ηλεκτρισμού στη χώρα μας παρουσίαζε αυξητικές τάσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΑΔΜΗΕ στο προκαταρκτικό σχέδιο ανάπτυξης του εθνικού συστήματος μεταφοράς για την περίοδο 2017-2026, το οποίο βρίσκεται σε διαβούλευση. Το 2009 παρουσιάζεται το πρώτο σοκ μείωσης της ζήτησης, με 5%, που προήλθε κυρίως από τη βιομηχανία (μείωση βιομηχανικών φορτίων κατά 20,19%). Στα επόμενα έτη καταγράφεται σταθερή καθοδική πορεία της ζήτησης, με αυξητικούς ρυθμούς, μάλιστα, χρόνο με το χρόνο. Με μία εξαίρεση. Το 2015, οπότε παρουσιάζεται μια αύξηση κατά 2,2%, η οποία αποδίδεται από παράγοντες της αγοράς, στις πιο ακραίες κλιματολογικές συνθήκες που επικράτησαν σε σχέση με το 2014, αλλά και γιατί έδειξε να κινείται κάπως η οικονομική δραστηριότητα. Ο ΑΔΜΗΕ δεν δίνει εξήγηση γι'' αυτήν την αύξηση.
Κατά παράδοση και ως το 2013, η συνολική αιχμή της ζήτησης (το ανώτατο σημείο εκδήλωσης της) εμφανιζόταν το καλοκαίρι, λόγω της εκτεταμένης χρήσης κλιματιστικών. Έκτοτε, η αιχμή της ζήτησης εμφανίζεται το χειμώνα, πράγμα το οποίο ο ΑΔΜΗΕ αποδίδει στην επιλογή των καταναλωτών να χρησιμοποιούν τον ηλεκτρισμό για τη θέρμανση τους, αντί του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, μια τάση, μάλιστα, όπως επισημαίνει, που αναμένεται να ενισχυθεί στο μέλλον.
Για τη διατύπωση εκτιμήσεων σχετικά με την εξέλιξη της ζήτησης ηλεκτρισμού ως το 2026 ο ΑΔΜΗΕ «πατά» στην εικόνα του 2015, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια. Η σύγκριση με το ΑΕΠ είναι μια μέθοδος που θεωρείται διεθνώς δόκιμη, γιατί, αν μη τι άλλο, καταφέρνει να πιάσει την τάση και δεν παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις. Τώρα, εάν και στα τρία σενάρια (αναφοράς, χαμηλής και υψηλής ανάπτυξης) φαίνεται ότι το ΑΕΠ θα παρουσιάζει αύξηση από το 2017 ως το 2026, αυτό είναι ένα ζήτημα που μένει να αποδειχθεί, με τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και τη διεύρυνση της φτωχοποίησης του κοινωνικού ιστού.
Σε κάθε περίπτωση, ο ΑΔΜΗΕ προβλέπει ότι η καθαρή ζήτηση ηλεκτρισμού στο σενάριο αναφοράς από το 2015 και μετά αντιστοιχεί σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,06%, ο οποίος, όμως, είναι μικρότερος από αυτό της δεκαετίας 2000-2010 (2,17%). Χωρίς να υπολογισθεί η επιπλέον ζήτηση των νησιών που θα διασυνδεθούν, από το 2017 οι Κυκλάδες και από το 2025 η Κρήτη. Με αυτά μέσα, η ζήτηση προβλέπεται να είναι αυξημένη περισσότερο. Ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης για το σενάριο υψηλής ζήτησης είναι 1,61% και για το χαμηλής ζήτησης 0,55%.
Η μείωση του διαθέσιμου δυναμικού παραγωγής δημιουργεί την ανάγκη για νέες μονάδες
Καλύπτεται η ζήτηση αυτή από τις υφιστάμενες μονάδες; Χρειάζονται καινούριες; Σύμφωνα με απόψεις που μετέφεραν στο liberal.gr παράγοντες της αγοράς, από την 1/1/2016 το 40% των λιγνιτικών μονάδων (δύο του Αμυνταίου και 4 της Καρδιάς) έχουν τεθεί σε περιορισμένη λειτουργία, για να μην αποσυρθούν πρόωρα. Αυτό θα γίνεται ως το 2019-2020, για να οδηγηθούν στη συνέχεια σε αναγκαστική απόσυρση. Άρα, έχουμε στο διάστημα αυτό ως το 2019-2020, μια μείωση κατά 15% του διαθέσιμου δυναμικού παραγωγής, με τη μονάδα της Μεγαλόπολης, ισχύος 800 MW, να λειτουργεί μόνον με 400 MW. Με ήπια διείσδυση των ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα υπάρξει στενότητα στο ηλεκτρικό σύστημα παραγωγής για την κάλυψη της ζήτησης, έστω και υπό τους χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της. Αν μάλιστα εισέλθουν στο σύστημα οι Κυκλάδες και η Κρήτη, τότε η στενότητα θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Η νέα μονάδα της Πτολεμαΐδας δεν φαίνεται να μπαίνει στο σύστημα πριν από το 2021. Να επισημανθεί ότι ήδη αυτή τη στιγμή όλες οι διαθέσιμες μονάδες, και του φυσικού αερίου, είναι σε λειτουργία, για την κάλυψη της υφισταμένης ζήτησης.
Άρα, όπως έλεγαν οι ίδιοι παράγοντες, ως το 2019 θα χρειασθεί να υπάρξουν αποφάσεις για την κατασκευή νέων μονάδων ηλεκτρισμού, είτε αυτές είναι λιγνιτικές, είτε φυσικού αερίου.