Τράπεζες: Όλα θα παιχτούν στην πιστωτική επέκταση του 2025
Shutterstock
Shutterstock
Χρηματιστήριο Αθηνών

Τράπεζες: Όλα θα παιχτούν στην πιστωτική επέκταση του 2025

Αν ο Γενικός Δείκτης ήταν στις 2000 μονάδες και οι τράπεζες διαπραγματεύονταν σε διψήφια ΡΕ ή πολλαπλάσια της ενσώματης καθαρής θέσης τους, η επιβολή των κυβερνητικών μέτρων για τη μείωση των προμηθειών λιανικής σίγουρα θα είχε διαφορετική υποδοχή από την αγορά. Το αν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διαπραγματεύονται 6,4 ή 6,6 φορές τα καθαρά κέρδη του 2025, έχει μικρή σημασία.

Έχοντας βάλει πλέον και το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας σε χρονοδιάγραμμα, το βασικό ζητούμενο για τις τράπεζες το 2025 είναι η πιστωτική επέκταση. Οι στόχοι νέων δανείων, με βάση τα όσα μας έχουν πει οι διοικήσεις των τραπεζών για την επόμενη χρονιά, βρίσκονται στα 10 δισ. ευρώ και αυτό μεταφράζεται σε αύξηση εσόδων 240 - 260 εκατ. ευρώ σε επίπεδο εισοδήματος από φόρους και αύξηση 48 εκατ. ευρώ σε επίπεδο εισοδήματος από προμήθειες για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Φέτος, η χρονιά φαίνεται να κλείνει με πιστωτική επέκταση κοντά στα 6 δισ. ευρώ, βοηθήθηκε ωστόσο σημαντικά από τις επιχειρηματικές συμφωνίες και τις μεγάλες συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 2024. Τα έσοδα από τους τόκους των δανείων αποτελούν το 87% των συνολικών εσόδων από τόκους για τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες. Στο τρίτο τρίμηνο του 2024 αποτελούσαν το 67% των συνολικών εσόδων.

Το πρόβλημα για τις τράπεζες είναι να βρουν αξιόχρεους δανειολήπτες ή να βρουν δανειολήπτες που να θέλουν να επενδύσουν με τραπεζικό δανεισμό. Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής δεκαετούς κρίσης του 2008 – 2018 είναι ότι δημιούργησε δύο διακριτές κατηγορίες δανειοληπτών: Οι κατ’ εξακολούθηση «πιστολέρο» των τραπεζικών δανείων, με μόνιμο μαυρισμένο μητρώο στον Τειρεσία και οι ταμειακά δυνατοί και πιστοληπτικά αξιόχρεοι. Η πρώτη κατηγορία έχει την ανάγκη του τραπεζικού δανεισμού, είναι ωστόσο εν δυνάμει φορέας αύξησης των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων.

Η δεύτερη κατηγορία έχει μάθει να λειτουργεί χωρίς τη συνδρομή του τραπεζικού συστήματος, καθώς η κρίση οδήγησε στην αναθεώρηση του μοντέλου χρηματοδότησης και τη διατήρηση υψηλών διαθεσίμων για την κάλυψη των αναγκών σε κεφάλαια κίνησης ή για επενδύσεις. Οι τράπεζες επομένως θα πρέπει σε αυτούς τους δύο κόσμους να βρουν τη χρυσή τομή, παραμένοντας πειθαρχημένες στα κριτήριά τους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να πείσουν ότι τα επιτόκιά τους είναι ανταγωνιστικά. Η λιανική έχει υψηλότερο ρίσκο, έχει ωστόσο μεγαλύτερα περιθώρια από τη «χονδρική» των επιχειρηματικών δανείων.

Οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» και οι ενεργειακές αναβαθμίσεις (Εξοικονομώ κλπ) μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων αποτελούν μια καλή μαγιά για την επόμενη χρονιά. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Οι τράπεζες είναι πολύ πιθανό να κληθούν να αντιμετωπίσουν και αποπληρωμές, όπως έγινε και στη χρήση του 2024. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια προσέλκυσης νέων δανειοληπτών είναι πιο απαιτητική από όσο δείχνει το επιδιωκόμενο μέγεθος.

Το ευχάριστο της υπόθεσης είναι ότι οι τράπεζες έχουν μεγάλα περιθώρια αύξησης των χαρτοφυλακίων τους, τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι βασικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Ακόμα, το περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων βοηθά τις τράπεζες να γίνουν πιο ευέλικτες στις τιμολογήσεις τους, ενώ η εγχώρια οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό άνω του 2%. Υπάρχουν επομένως οι προϋποθέσεις και η δυναμική για να επιτευχθεί ο στόχος της πιστωτικής επέκτασης. Δεν θα είναι όμως σε καμιά περίπτωση μια εύκολη άσκηση.