Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Γιατροί, λογιστές, εκπαιδευτικοί καθώς και οι κλάδοι χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, νομικών υπηρεσιών και ο κατασκευαστικός κλάδος ηγούνται της φοροδιαφυγής. Κάθε χρόνο χάνονται περισσότερα από 16 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο θα μπορούσε να υπερκαλύψει τα ετήσια τοκοχρεολύσια που ανέρχονται περίπου σε 12 δισ. ευρώ ή διαφορετικά δεν θα χρειάζονταν τα μέτρα που ελήφθησαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Μάλιστα εάν τα χρόνια της κρίσης το δημόσιο κατάφερνε να εισπράξει του φόρους και να περιορίσει τη φοροδιαφυγή θα είχε επιπλέον έσοδα στο διάστημα αυτό μέχρι και 96 δισ. ευρώ ή διαφορετικά έσοδα που αντιστοιχούν περίπου στο μισό ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της διαΝΕΟσις που παρουσιάστηκε χθες, η φοροδιαφυγή ανέρχεται στο 6%-9% του ΑΕΠ. Το διάστημα 2010-2015 οι έμμεσοι φόροι μειώθηκαν κατά 7,29 δισ. ευρώ (-23%) παρά το γεγονός ότι στο προαναφερθέν διάστημα αυξήθηκαν αρκετές φορές οι φόροι .
Μόνο ο ΦΠΑ αυξήθηκε έξι φορές χωρίς να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η φοροδιαφυγή παρουσιάζεται εντονότερη σε κάποιες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας,, όπως στην Νότια Ελλάδα, όπου το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος ανέρχεται σε 16%, σε αντίθεση με την περιοχή της Αττικής,, όπου το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος εμφανίζεται μειωμένο στο 6%. Παράγοντας που επιδρά αυξητικά στην έκταση της φοροδιαφυγής είναι σύμφωνα με τους μελετητές η οικογενειακή κατάσταση κάθε φορολογούμενου. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία οι άγαμοι φοροδιαφεύγουν λιγότερο, με το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος να ανέρχεται σε 7,2%, ενώ οι έγγαμοι και οι έγγαμοι με παιδιά φοροδιαφεύγουν περισσότερο, με το ποσοστό να αυξάνεται ανάλογα με το πλήθος των μελών της οικογένειας. Ειδικότερα, το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος στους έγγαμους ανέρχεται στο 10,4%, ενώ αυξάνεται σταδιακά μέχρι το 16,7% σε έγγαμους με τέσσερα και πλέον τέκνα.
Στις αιτίες που καταγράφονται για την διόγκωσης της φοροδιαφυγής τα τελευταία χρόνια εντάσσονται η αναποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού και ελεγκτικού μηχανισμού, η έλλειψη μηχανοργάνωσης και η πολυνομία.
Συγκεκριμένα, η δυσλειτουργία της Φορολογικής Διοίκησης επιδεινώνεται από την ελλιπή και ανεπαρκή οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού τους. Όπως αναφέρεται η Φορολογική Διοίκηση επανδρώνεται από εργατικό δυναμικό με περιορισμένες σε αρκετές περιπτώσεις τεχνικές ικανότητες και προσόντα. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις η Φορολογική Διοίκηση εμφανίζεται υποστελεχωμένη, ενώ οι αρμοδιότητες δεν κατανέμονται ισομερώς μεταξύ του υφιστάμενου προσωπικού, από πλευράς λειτουργικότητας και γεωγραφικής κατανομής ανά τη χώρα.
Στην έρευνα υπογραμμίζεται ότι «οι υπάλληλοι της Φορολογικής Διοίκησης διαμαρτύρονται για την ίδια κατάσταση ελλιπούς μηχανοργάνωσης και «ηλεκτρονικής» διοίκησης,, αιτούμενοι ακόμη και την ύπαρξη σύνδεσης internet σε όλα τα τερματικά της υπηρεσίας καθώς και πρόσβαση σε άλλα λειτουργικά πληροφοριακά συστήματα του Υπουργείου Οικονομικών και άλλων Δημοσίων Φορέων (TAXIS, E9, Συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών – προμηθευτών, οχημάτων κτλ.). Τα αιτήματα των υπαλλήλων καταδεικνύουν ότι η Φορολογική Διοίκηση δεν είναι στελεχωμένη τεχνολογικά ούτε με τα βασικά και απολύτως απαραίτητα (όπως π.χ. σύνδεση στο διαδίκτυο), ενώ παράλληλα καθίσταται εμφανής η δυσλειτουργία της και η αδυναμία για απόκτηση συνολικής εικόνας για κάθε φορολογούμενο, αφού οι κατά τόπον υπάλληλοι έχουν περιορισμένη πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα του Υπουργείου Οικονομικών.
Επίσης, οι υπάλληλοι της Φορολογικής Διοίκησης υπερτονίζουν τα προβλήματα στη διαλειτουργικότητα των Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων της ΓΓΔΕ (π.χ. διαλειτουργικότητα Icisnet με Taxisnet), την αδυναμία πρόσβασης σε συγκεκριμένες πληροφορίες (π.χ. παλαιότερες δηλώσεις Φόρου Μεταβίβασης Ακίνητης Περιουσίας) και την έλλειψη ενημερωμένων και επικαιροποιημένων βάσεων δεδομένων (π.χ. συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών προμηθευτών) και μηχανογράφησης του τμήματος Κεφαλαίου. Τα Πληροφοριακά Συστήματα δεν ενημερώνονται έγκαιρα με τις αλλαγές της νομοθεσίας και η ηλεκτρονική πληροφόρηση είναι ελλιπής, με αποτέλεσμα οι Περιφερειακές Υπηρεσίες να μην έχουν άμεση πληροφόρηση σχετικά με εγκυκλίους, οδηγίες και λοιπά έγγραφα, απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα είναι και η πολυνομία και οι συχνές αλλαγές του φορολογικού συστήματος. Σύμφωνα με τους μελετητές, η ύπαρξη πολλών φορολογικών νομοθετημάτων και η συνεχής αναθεώρηση-τροποποίησή τους δημιουργούν de facto σύγχυση και διευρύνουν τόσο το πεδίο για εισαγωγή ειδικών ή ακόμη και απαλλακτικών φορολογικών διατάξεων όσο και το πεδίο για υποστήριξη παρερμηνειών της φορολογικής νομοθεσίας.
Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια, επήλθαν σημαντικές αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία, τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό επίπεδο,, με την ψήφιση και δημοσίευση μεγάλου αριθμού νόμων. Από το 1975 ψηφίσθηκαν 250 φορολογικά νομοθετήματα και τροπολογίες μαζί με άλλους 3.450 νόμους και 115.000 υπουργικές αποφάσεις.
Τους τελευταίους 30 μήνες έχουν ψηφιστεί έξι αμιγώς φορολογικοί νόμοι με 177 άρθρα και 17 νόμοι στους οποίους συμπεριλήφθηκαν 71 νέες φορολογικές διατάξεις. Για τις διατάξεις αυτές εκδόθηκαν 111 υπουργικές αποφάσεις και 138 διευκρινιστικές εγκύκλιοι.