Όταν οι τυχοδιώκτες της πολιτικής μετέτρεπαν τους Προέδρους σε «σκεύη τεχνάσματος»
EUROKINISSI
EUROKINISSI

Όταν οι τυχοδιώκτες της πολιτικής μετέτρεπαν τους Προέδρους σε «σκεύη τεχνάσματος»

ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα που κατ’ εξοχήν έχουν εργαλειοποιήσει τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους αγγίζοντας πλέον το τελικό στάδιο της υποκρισίας. Μετά την συνταγματική αλλαγή, η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να επιλέξει τον μετριοπαθή Κώστα Τασούλα για το ύπατο αξίωμα έδωσε το τελειωτικό χτύπημα σ’ αυτήν την απεχθή εργαλειοποίηση. Αλλά και στην πιο διχαστική υποκρισία.

Η δήθεν «παράδοση» το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία να επιλέγει πρόσωπο από την «απέναντι» πλευρά, δεν εξυπηρετούσε την συναίνεση, αλλά αποτελούσε μια «εξαναγκαστική συναίνεση», το προϊόν μιας συναλλαγής και ενός εκβιασμού, προκειμένου να αποφεύγονται οι πρόωρες εκλογές. Αλλά και μια διχαστική πρακτική, αφού από μόνη της εμπεριέχει τα στοιχεία των «αποδώ» και των «αποκεί».

Χωρίς λόγο, βέβαια, καθώς οι αρμοδιότητες του Προέδρου είναι περιορισμένες. Έτσι για το γινάτι, αφού το επιχείρημα περί «ισορροπίας» δεν ισχύει για τον εξής απλό λόγο:

Ας υποθέσουμε πως η προεδρική θητεία λήγει έναν χρόνο πριν από τις εθνικές εκλογές. Εκλέγεται, λοιπόν, πρόεδρος από τους «αποκεί» και έναν χρόνο μετά οι «αποκεί» κερδίζουν τις εκλογές, οπότε «έχουν» και την κυβέρνηση και τον πρόεδρο. Με αποτέλεσμα η δήθεν «ισορροπία» να πάει περίπατο.

Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Διότι… δεν υπάρχει η «αποκεί» πλευρά. Άλλη είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, άλλη η πρόταση του ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ κρατά την γνωστή στάση, η Κωνσταντοπούλου προτείνει τον πατέρα της. Το μόνο που απομένει είναι να προτείνει ο Βελόπουλος τον Ίλον Μασκ!

Για να μην μιλήσουμε για τον Ανδρουλάκη που είναι έτοιμος να συμμαχήσει με όλους αυτούς που στο γελοίο δημοψήφισμα του 2015 χόρευαν στο Σύνταγμα ή βάραγαν τα νταούλια για να χορέψουν οι αγορές. Την ίδια ώρα που ούτε κοινό υποψήφιο πρόεδρο δεν μπορούν να κατεβάσουν.

Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για να αποδείξουμε πως ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ συνειδητά έχουν εργαλειοποιήσει τον θεσμό.

Η εργαλειοποίηση Παπούλια και η επίθεση στους συνταγματολόγους

Ο αείμνηστος Κάρολος Παπούλιας χρησιμοποιήθηκε από τρία κόμματα – ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ.

Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποιήθηκε για να διεξαχθούν οι πρόωρες εκλογές του 2009. Τον Φεβρουάριο του 2009, ο Γ. Παπανδρέου, τον επισκέφθηκε για να του εξηγήσει πως επιθυμούσε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και συναινετική επανεκλογή του το 2010. Του είπε δηλαδή κυνικά ότι θέλω να αποδεχθείς την εργαλειοποίησή σου.

Εντάξει κ. Τσουκαλά;

Τότε, ο αείμνηστος συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος, που είχε διατελέσει ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε εξοργιστεί. Μίλησε για αντισυνταγματική εργαλειοποίηση του Προέδρου και κάλεσε τον Παπούλια να αρνηθεί να μετατραπεί σε «σκεύος τεχνάσματος».

Μιλώντας στην «Καθημερινή», ο Τσάτσος είχε πει: «Όταν εκ των προτέρων δηλώσει ένα κόμμα ότι αρχικώς δεν θα ψηφίσει τον υποδεικνυόμενο από τα άλλα κόμματα Πρόεδρο, για να προκληθούν εκλογές και μετά την επίτευξη του στόχου του θα τον ψηφίσει, τότε μια σοβαρή ρύθμιση του Συντάγματος γίνεται ερμηνευτικός περίγελως, καθώς περιφρονείται εξόφθαλμα το βαθύτερο νόημά της».

Κύκλοι του ΠΑΣΟΚ είχαν απαντήσει πως «είναι σεβαστές οι απόψεις Τσάτσου, αλλά προέχει το συμφέρον της χώρας. Η χώρα χρειάζεται αλλαγή πορείας και το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για να δοθεί λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας». Με τους συνεργάτες του Τσάτσου να απαντούν πως έχει αυτές τις θέσεις από το 1985.

Από την πλευρά του και ο αείμνηστος συνταγματολόγος Γ. Κασιμάτης, επίσης σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, μίλησε για συνταγματική εκτροπή. Όπως είχε δηλώσει, «η πολιτική σκοπιμότητα για πρόωρες βουλευτικές εκλογές αποτελεί σφετερισμό της αρμοδιότητας της Βουλής και παραβίαση του Συντάγματος, που αποβλέπει σε κριτήρια προσωπικότητας και πολιτικής καταλληλότητας».

Οι δύο συνταγματολόγοι βρέθηκαν αμέσως στο στόχαστρο του ΠΑΣΟΚ με διαρροές του τύπου «οι παρεμβάσεις των δύο συνταγματολόγων δεν είχαν και τόσο επιστημονικό κίνητρο», καθώς και για… «πίκρα Τσάτσου επειδή δεν τοποθετήθηκε στο ευρωψηφοδέλτιο του 2004» - μετά από δύο θητείες!

Για τον Κασιμάτη πάλι έλεγαν ότι από το 1987, οπότε και παραιτήθηκε από τη θέση του νομικού συμβούλου του Ανδρέα, για προσωπικούς λόγους (σ.σ. βρισκόταν σε μόνιμη κόντρα με τον Κουτσόγιωργα) δεν είχε την παραμικρή σχέση με το Κίνημα. Και ότι «είχε μάλιστα καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Ανδρέα στο Ειδικό Δικαστήριο, στις 26 Αυγούστου 1991».

Και βέβαια όλοι οι «σωματοφύλακες» του Γ. Παπανδρέου μας έκαναν αναλύσεις του τύπου «είμαστε πολιτικό κόμμα και όχι όμιλος νομικής σκέψης. Δεν σχολιάζουμε επιστημονικές γνώμες, αλλά πολιτικές απόψεις. Το πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό, όχι συνταγματικό. Το ίδιο το Σύνταγμα συνδέει την εκλογή Προέδρου με το ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών».

Και άλλα τέτοια…

Μετά, συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον Παπούλια με αλλεπάλληλες επισκέψεις του πρωθυπουργού πλέον Γ. Παπανδρέου, του Παπακωνσταντίνου και άλλων υπουργών – μέχρι και τον Στρος Καν, επικεφαλής τότε του ΔΝΤ του κουβάλησαν και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ρομπάι, μέχρι να πάμε στο Μνημόνιο μέσω Καστελόριζου.

Εντάξει κ. Τσουκαλά και λοιποί θεματοφύλακες των… αγνών ελληνικών παραδόσεων;

Και ύστερα ήλθαν Τσίπρας και Καμμένος

Η ατυχία του αείμνηστου Παπούλια ήταν ότι μετά τον παρέλαβαν ο Τσίπρας και ο Καμμένος, αυτό το απίθανο δίδυμο. Ο Τσίπρας επισκέφθηκε τον Παπούλια στις 26 Μαΐου 2014, επομένη των ευρωεκλογών, για να του επισημάνει την «πολύ μεγάλη δυσαρμονία ανάμεσα στη βούληση του λαϊκού σώματος και στους συσχετισμούς που υπάρχουν στη σημερινή Βουλή» και να του πει «ότι πρέπει με συντεταγμένο και ομαλό τρόπο, το συντομότερο δυνατό να υπάρξει προσφυγή σε εθνικές εκλογές προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοκρατική ομαλότητα στον τόπο»!

Στις 3 Νοεμβρίου 2014, ο Τσίπρας ξαναπήγε στον Παπούλια, για να του πει ότι «ο λαός πρέπει να επιλέξει νηφάλια ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στρατηγικές» και να ζητήσει «άμεση» σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών «για να συμφωνήσουμε την ημερομηνία διεξαγωγής εκλογών».

Στις 18 Οκτωβρίου 2014, σε δήλωσή του στην «Ελευθεροτυπία», ο Καμμένος είχε ζητήσει «να παραιτηθεί ο Παπούλιας για να πάμε σε εκλογές».

Δεν ήθελαν ούτε τον… Θεό!

Ήταν τότε που από την πλευρά της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, ο Τσίπρας καλείτο να επιλέξει αυτός το πρόσωπο που θα καταλάμβανε το προεδρικό αξίωμα, αλλά αρνείτο, με τους Συριζαίους να επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους πως «και τον Θεό να κατεβάσετε, εμείς θέλουμε εκλογές».

Ούτε τον αείμνηστο Γλέζο δέχονταν, ούτε κανέναν άλλον. Και βέβαια ούτε τον Κουβέλη, που ήδη από το 2013 είχε αποχωρήσει από την τρικομματική κυβέρνηση και τον οποίο μετά ο Τσίπρας έκανε υπουργό.

Τον Οκτώβριο του 2014, ο κ. Κουβέλης είχε πει: «Δεν ενδιαφέρομαι. Θα με κολάκευε -ποιον άλλωστε όχι- αλλά υπήρχε η σπουδή συντρόφων ότι δεν θα ψηφίσουμε ακόμη κι αν ήταν ο Κουβέλης υποψήφιος».

Λίγους μήνες νωρίτερα, μιλώντας στα «Νέα» (19 Ιουλίου 2014), είχε και αυτός ξεκαθαρίσει: «Θεωρώ ότι το θέμα της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου μεταξύ δύο κομμάτων. Θα κριθεί στον κατάλληλο χρόνο, σε συνάρτηση με το πολιτικό κλίμα εκείνης της εποχής και τις πολιτικές που ασκούνται. Η ένταξη, άλλωστε, στον διάλογο - και ως προαπαιτούμενο μάλιστα - του θέματος της προεδρίας της Δημοκρατίας είναι στοιχείο που ευτελίζει το θεσμό και τον βάζει σε πολιτικό παζάρι».

Επέμεινε και στις 18 Σεπτεμβρίου 2014 (Real Fm): «Είπαμε ότι κανένα παιχνίδι με τους θεσμούς δεν είναι αποδεκτό. Κανένα κομματικό μικροσυμφέρον δεν μπορεί να κατισχύει των θεσμών. Υπάρχουν θεσμικά προβλεπόμενες διαδικασίες από το Σύνταγμα και αυτές οι διαδικασίες προβλέπονται στα τέλη του Ιανουαρίου του 2015. Μέχρι τότε έχουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας»...

Τελικά, τον Δεκέμβριο του 2014, στις ψηφοφορίες για την προεδρική εκλογή με υποψήφιο τον Σταύρο Δήμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε την κυβέρνηση μαζί με τους ΑΝΕΛ, τη ΔΗΜΑΡ και την Χρυσή Αυγή. Στην τρίτη ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, υπήρξαν 162 ναι και 138 παρών. Δηλαδή η κυβέρνηση έπεσε ενώ είχε την Δεδηλωμένη στη Βουλή. Και με Τσίπρα, Καμμένο, Κουβέλη και Μιχαλολιάκο να ψηφίζουν μαζί!

Να θυμίσω επίσης σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, πως το 2000 ο Συνασπισμός είχε προτείνει τον αείμνηστο Λεωνίδα Κύρκο (που έλαβε 10 ψήφους), ενώ ο αείμνηστος Κ. Σημίτης ήθελε επανεκλογή του αείμνηστου Κωστή Στεφανόπουλου για να αποφευχθούν πρόωρες εκλογές. Τότε, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία είχαν ψηφίσει μαζί, συγκεντρώνοντας 269 ψήφους.

Πρόταση Τσίπρα η Κατσέλη

Και για να τελειώνουμε: Ούτε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την Λούκα Κατσέλη, ούτε η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τον Τάσο Γιαννίτση είναι πολιτικά ουδέτερες. Όσο κομματική επιλογή είναι ο Τασούλας (σύμφωνα με τα λεγόμενα της αντιπολίτευσης), άλλο τόσο κομματικές επιλογές και οι Κατσέλη και Γιαννίτσης.

Δεν πρέπει άλλωστε να το αρνούνται, διότι αυτό ζητούν: Να τηρηθεί η διχαστική δήθεν «παράδοση» της αποδώ και της αποκεί πλευράς.

Η κ. Κατσέλη ήταν υπουργός του Γ. Παπανδρέου, αλλά είχε διαγραφεί από το ΠΑΣΟΚ και ήδη από το 2014 βρισκόταν στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι αποτελεί προσωπική επιλογή Τσίπρα όσον αφορά στην ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της από τον Φάμελλο.

Κάθε άλλο παρά τυχαία. Η κ. Κατσέλη είχε υπογράψει υπέρ της υποψηφιότητας Τσίπρα για την προεδρία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Μάιο του 2014. Βρισκόταν μάλιστα συνεχώς στο πλευρό του. Από την εκδήλωση για τον Έβο Μοράλες (14/3/2019) ως την συμμετοχή της πρόσφατα (15/10/2024) σε ημερίδα του Ινστιτούτου Τσίπρα. Στο 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, η κ. Κατσέλη είχε εκφωνήσει ομιλία (15/4/2022) για να πει πως «η πρωτιά είναι εφικτή», ενώ υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023 και μετά, κατά τις εσωκομματικές εκλογές, έλαβε θέση υποστηρίζοντας την κ. Αχτσιόγλου.

Να προσθέσω εδώ ότι στις 25/8/2020 Τσίπρας και Κατσέλη είχαν συναντηθεί για να συζητήσουν το ενδεχόμενο η κ. Κατσέλη να τεθεί επικεφαλής της Επιτροπής που θα ανέπτυσσε τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Τότε είχαν πει πως ο Τσίπρας ήθελε να «ψαλιδίσει» τον Τσακαλώτο – συνυποψήφιο της Αχτσιόγλου, με την οποία είναι τώρα μαζί στη Νέα Αριστερά, της οποίας πρόεδρος είναι ο κ. Χαρίτσης που βρίσκει καλή την υποψηφιότητα Κατσέλη. Μύλος!

Να προσθέσω επίσης ότι το ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αποδεχθεί την κ. Κατσέλη, εναντίον της οποίας είχαν ξιφουλκήσει τον Ιούνιο του 2023, κατηγορώντας την ότι συμμετείχε σε Δ.Σ. ενός Fund. Η ίδια είχε διαψεύσει αλλά το κλίμα ήταν διαμορφωμένο.

Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρότεινε πρόσωπο που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από την δήθεν «προοδευτικό χώρο».

Κομματική και η υποψηφιότητα Γιαννίτση

Τέλος, για τον κ. Γιαννίτση, τον οποίο πρότεινε το ΠΑΣΟΚ, υποστηρίζοντας ότι «απέχει 21 χρόνια από πολιτικές θέσεις» και «δεν έκανε καριέρα ως κομματικό στέλεχος αλλά ως ακαδημαϊκός είναι άνθρωπος της προσφοράς», καθώς «ο Τάσος Γιαννίτσης μπήκε μπροστά σε μια δύσκολη φάση της χώρας και έχει επιδείξει προνοητικότητα και καλά αντανακλαστικά».

Συγγνώμη, αλλά ο κ. Γιαννίτσης ουδέποτε έπαψε να ανήκει στο ΠΑΣΟΚ – άρα πρόκειται για κομματική υποψηφιότητα: Υπουργός  Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, Υπουργός Εξωτερικών και υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, πρόεδρος των ΕΛΠΕ διορισμένος από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 2009. Το 2014 πρωτοστάτησε στην «Πρωτοβουλία των 58» για την «Προοδευτική Δημοκρατική Παράταξη».

Παράλληλα, ουδέποτε σταμάτησε να παρεμβαίνει στα εσωκομματικά: Τον Ιούλιο του 2006 είχε προειδοποιήσει ότι «η πυξίδα του Πασόκ απομαγνητίζεται», τον Ιούνιο του 2008 είχε κάνει δηλώσεις όπως «βαρέθηκα τα δαχτυλίδια και τη μπουρδολογία. Ο Παπανδρέου εκλέχθηκε αυτοκρατορικά το 2004 και ξανά το 2007 από τους μισούς περίπου» και «ελπίζω στο ΠΑΣΟΚ να μην κυριαρχήσει η μουγκή, συμμετοχική, απολυταρχική δημοκρατία». Και σχετικά με τον Κ. Σημίτη, τον Μάρτιο του 2009 είχε δηλώσει: «Προτάσεις σαν αυτές που έγιναν περί τιμητικής αποστρατείας του στην κορυφή ενός ψηφοδελτίου, τις βρίσκω πολύ απαξιωτικές και όχι τον καλύτερο τρόπο για την προσέγγιση με τον πρώην πρωθυπουργό».

Ο ίδιος δήλωσε αποδεχόμενος την πρόταση ότι «το χρωστάω σε μια παράταξη, την οποία υπηρέτησα σε πολλές τιμητικές θέσεις, το χρωστάω, καταρχάς, στον Κώστα Σημίτη που έφυγε πρόσφατα και αυτό ήταν πολύ οδυνηρό για πολύ κόσμο, το χρωστάω στον Ανδρέα Παπανδρέου με τον οποίο συνεργάστηκα, το χρωστάω στον Γιώργο Γεννηματά και πολλούς άλλους».

Όσο για την προνοητικότητα του κ. Γιαννίτση, την οποία εκθειάζουν τώρα στο ΠΑΣΟΚ, όλοι θυμούνται πως το 2001 ο νόμος Γιαννίτση για τα εργασιακά και το ασφαλιστικό πολεμήθηκε ανηλεώς από τα πολιτικά μεγαλοστελέχη και τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ και τελικά «πάγωσε». Με τον ίδιο τον Κ. Σημίτη να λέει σε συνέντευξή του στην «Athens Voice», τον Δεκέμβριο του 2015, ότι προτίμησε μια πιο περιορισμένη μεταρρύθμιση που είχε και την αποδοχή των εργαζομένων επειδή «την περίοδο εκείνη προετοιμαζόταν η εισαγωγή του ευρώ στη φυσική του μορφή που πραγματοποιήθηκε χωρίς προβλήματα την 1/1/2002» και «έτρεχαν οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004».

Να θυμίσω επίσης ότι με το νόμο 2956/2001 είχε εισαχθεί ο θεσμός των ενοικιαζομένων εργαζομένων, οι οποίοι είχαν το προνόμιο να χαρακτηρίζεται η δουλειά τους ως προϋπηρεσία στο Δημόσιο.  

Αξιοσημείωτο και το γεγονός ότι ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ είχε διαφορετική γνώμη για τις πρόωρες εκλογές το 2009 και το 2012. Τον Φεβρουάριο του 2012, μιλώντας στο «Έθνος της Κυριακής», υποστήριξε  πως οι εκλογές πριν από την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης θα οδηγούσαν στη χρεοκοπία της χώρας, ενώ τον Μάιο του 2009, σε συνέντευξή του στην «Ημερησία» είχε δηλώσει: «Όσο αργότερα οι εκλογές, τόσο χειρότερα για τη χώρα. Το ΠΑΣΟΚ έχει εμπειρία και στελέχη με ικανότητες για να αντιμετωπίσει την κρίση».

Ωστόσο, είχε σθεναρά ταχθεί κατά  του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας «δεν μου αρκεί ένα σύνθημα -Γκρεμίστε ή πετάξτε το Μνημόνιο στα άχρηστα- γιατί μπορεί η επόμενη φάση να είναι να πεταχτεί όλη η χώρα πάνω στα σκουπίδια στα Λιόσια».

Επομένως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχόταν να υποστηρίξει τον κ. Γιαννίτση…

Συμπέρασμα: Καταγγέλλουν όλοι την απόφαση Μητσοτάκη για τον Τασούλα, απαιτώντας υποψήφιο από μια ανύπαρκτη «απέναντι πλευρά», η οποία απλά δεν μπορούσε να παρουσιάσει έναν κοινό υποψήφιο, επιμένοντας σε μια συνταγματικά ανούσια εργαλειοποίηση του θεσμού.



*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, δημοσιογράφος