Ο 44χρονος Lex Greensill, ξεκίνησε από μία αγροτική οικογένεια της Αυστραλίας και ήρθε στην Ευρώπη σε ηλικία 24 ετών. Λίγο αργότερα βρέθηκε στην επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley και ειδικότερα στο τμήμα supply chain finance, που αναλαμβάνει την προεξόφληση εμπορικών υποχρεώσεων πληρώνοντας τους πωλητές και εισπράττοντας αργότερα το τίμημα της παραγγελίας από τους αγοραστές, παίρνοντας ως αμοιβή ένα μικρό ποσοστό της συναλλαγής. Όπως ο ίδιος συνηθίζει να λέει, αποφάσισε να δουλέψει στον συγκεκριμένο τομέα, γιατί θυμόταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε κατά καιρούς η οικογένειά του όταν οι αγοραστές των προϊόντων τους καθυστερούσαν να πληρώσουν. Σε ηλικία 35 ετών δημιούργησε τη δική του επιχείρηση, την Greensill Capital.
Γρήγορα έγινε γνωστός στους τραπεζικούς κύκλους του Λονδίνου, καθώς φαινόταν πως είχε καταφέρει να κάνει πολύ ελκυστικό ένα κομμάτι των τραπεζικών εργασιών που μέχρι τότε θεωρείτο εξαιρετικά βαρετό. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου David Cameron τον όρισε σύμβουλό του. Έγινε ένας από τους πιο πλούσιους Αυστραλούς και αυτοπαρουσιαζόταν ως ένας «σωτήρας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων».
Ο χρηματοοικονομικός όμιλος που δημιούργησε είχε ακόμα και τράπεζα, την Greensill Bank με έδρα στην Γερμανία. Η ιαπωνική Softbank, εντυπωσιασμένη από τις επιτυχίες του, επένδυσε το 2019 1,5 δισεκατομμύρια στην εταιρεία. Η μεγάλη ελβετική τράπεζα Credit Suisse ήταν από τους μεγάλους υποστηρικτές του, καθώς το τμήμα διαχείρισης κεφαλαίων χρηματοδοτούσε την Greensill Capital με τα χρήματα των πελατών της. Και, σε μία αντιστροφή ρόλων, ο David Cameron έγινε σύμβουλος του Greensill, το 2018.
Όλα αυτά άλλαξαν στις αρχές του Μαρτίου. Η Credit Suisse ανακοίνωσε ξαφνικά πως την αναστολή πώλησης νέων μεριδίων και εξαγοράς παλαιών, από τα επενδυτικά της προϊόντα, συνολικού ύψους 10 δισ δολαρίων, που χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες της Greensill Capital.
Η επίσημη εξήγηση ήταν πως υπήρχε μεγάλη δυσκολία στην εκτίμηση της αξίας αυτών των προϊόντων. Σύμφωνα όμως με το ρεπορτάζ του Bloomberg της 1ης Μαρτίου, η απόφαση της ελβετικής τράπεζας πήγαζε κυρίως από τις ανησυχίες της για τη μεγάλη έκθεση της Greensill στις δραστηριότητες του Sanjeev Gupta, Βρετανού επιχειρηματία και ιδιοκτήτη χαλυβουργείων.
Ο Gupta είχε απασχολήσει τον διεθνή τύπο τον περασμένο χρόνο όταν εμφανίστηκε ως πιθανός αγοραστής των χαλυβουργικών δραστηριοτήτων της γερμανικής ThyssenKrupp (οι σχετικές συνομιλίες τερματίστηκαν χωρίς αποτέλεσμα πριν ένα μήνα). Αμέσως μετά, η ελβετική εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων GAM έκλεισε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο αντίστοιχο με αυτό της CS, με κεφάλαια περίπου 850 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η εταιρεία έμεινε χωρίς χρηματοδότηση και οδηγήθηκε πολύ γρήγορα στην κατάρρευση, αφού απέτυχαν και κάποιες προσπάθειες πώλησής της σε εταιρείες private equity.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ζήτησε από τις τράπεζες της Ευρωζώνης να της αναφέρουν με λεπτομέρεια την πιθανή έκθεσή τους στις δραστηριότητες της Greensill και των εταιρειών που ελέγχει ο Gupta και η γερμανική εποπτική αρχή πάγωσε της δραστηριότητες της Greensill Bank, επικαλούμενη υποψίες για παραποίηση των στοιχείων του ισολογισμού της.
Λίγο περισσότερο ψάξιμο, δείχνει πως τα προβλήματα για τον αυστραλό επιχειρηματία ξεκίνησαν πέρυσι το καλοκαίρι, όταν η ιαπωνική ασφαλιστική εταιρεία Tokyo Marine απέλυσε ένα στέλεχός της στην αυστραλιανή θυγατρική της και αμέσως μετά αποφάσισε να σταματήσει να ασφαλίζει τις πιστώσεις που χορηγούσε η Greensill Capital. Αυτό δυσκόλεψε πολύ τα πράγματα, σε συνδυασμό με τις ανησυχίες που προκαλούσε η εκτεταμένη χρηματοδότηση προς τις εταιρείες του Gupta.
Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αν οι παράγοντες της αγοράς και οι εποπτικές αρχές είχαν δώσει μεγαλύτερη σημασία σε κάποια προειδοποιητικά σημάδια μερικά χρόνια πριν. Το 2016 ήταν μία εξαιρετικά ζημιογόνος χρονιά για την Greensill Capital, η οποία κατάφερε να «ορθοποδήσει» μέσα στο 2017 χάρη στην ξαφνική εκτόξευση της συνεργασίας με τις επιχειρήσεις του Gupta.
Η χρηματοδότηση του Gupta φαίνεται πως κατέστη δυνατή μέσω της ενίσχυσης που έδωσε στην Greensill η ελβετική εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων GAM. Όταν, το 2018, η GAM απέλυσε τον διαχειριστή που ήταν υπεύθυνος για την ενίσχυση της Greensill, οι πελάτες της ζήτησαν πίσω τα χρήματα που είχαν δοθεί προς την Greensill, πράγμα το οποίο τελικά έγινε, εκπλήσσοντας πολύ κόσμο. Όπως φαίνεται, αυτό κατέστη δυνατόν αφού οι υποχρεώσεις της Greensill Capital μεταφέρθηκαν με κάποιο «μαγικό» και μάλλον παράνομο τρόπο στην Greensill Bank. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι γερμανικές εποπτικές αρχές πάγωσαν τις δραστηριότητες της τράπεζας.
Το πρόβλημα της εταιρείας ήταν πολύ απλό: η χρηματοδότηση των εμπορικών υποχρεώσεων δεν θα μπορούσε να φέρνει τόσα κέρδη όσα η ίδια ισχυριζόταν πως επιτύγχανε. Για να πετύχει αυτές τις επιδόσεις, στην ουσία παρείχε σε κάποιους πελάτες της, όπως ο Gupta, κανονικό δανεισμό ο οποίος είναι πολύ πιο επικίνδυνος από την χρηματοδότηση των εμπορικών υποχρεώσεων. Αυτό φαίνεται και από την προσφυγή πελάτη εναντίον της σε αμερικανικά δικαστήρια. Στην προσφυγή ο πελάτης (μία εταιρεία εξόρυξης άνθρακα) υποστηρίζει πως η χρηματοδότηση που της έδινε η Greensill Capital πολύ συχνά δεν είχε καμία σχέση με πραγματικές εμπορικές συναλλαγές.
Όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλήθεια αποκαλύπτεται πάντα, και κάποιοι την πληρώνουν ακριβά. Στην περίπτωση της Greensill κάποια θύματα θα ξεπεράσουν με βεβαιότητα το χτύπημα. Η Softbank έχει κερδίσει τόσα δισ. δολάρια από την άνοδο της αποτίμησης των εταιρειών στις οποίες συμμετέχει που δεν θα της κοστίσει η ολική απώλεια των 1,5 δισ. δολαρίων.
Η Credit Suisse θα καταφέρει λογικά να αντέξει την πιθανολογούμενη χρηματική ζημιά, της τάξης των 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο David Cameron θα αναγκαστεί να απαντήσει σε μερικές δύσκολες ερωτήσεις αλλά είναι ήδη συνταξιούχος πολιτικός.
Αυτοί που μπορεί να πάθουν σοβαρή ζημιά είναι οι πραγματικοί πελάτες της Greensill, οι οποίοι μπορεί ξαφνικά να «βρεθούν στον αέρα». Τέτοιες επιχειρήσεις, σαν την οικογενειακή φάρμα του Greensill, μπορεί να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας και να αναγκαστούν να απολύσουν κάποιους από τους εργαζομένους τους. Τελικά, ο «σωτήρας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» μόνο αυτό δεν ήταν.