H αύξηση του κατώτατου μισθού δεν λύνει το πρόβλημα

H αύξηση του κατώτατου μισθού δεν λύνει το πρόβλημα

Στα 830 ευρώ λοιπόν ο κατώτατος μισθός. Μια αύξηση της τάξης του 28% από τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, του 2019. Ο νέος καθαρός μισθός διαμορφώνεται στα 706 ευρώ. Μετά από αυτήν την αύξηση, η Ελλάδα καταλαμβάνει πλέον την 11η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού ως μέτρο σύγκρισης λαμβάνεται ο κατώτατος καθαρός μισθός υπολογιζόμενος σε δωδεκάμηνη βάση, που είναι 968 ευρώ.

Όμως όσον αφορά τον μέσο μισθό, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ για το 2023, αυτός βρίσκεται στα 1.250 ευρώ, με τον αντίστοιχο καθαρό να βρίσκεται στα 984 ευρώ. Κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 36η θέση ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ. Δηλαδή με βάση τις κρατικές αποφάσεις που καθορίζουν τον κατώτατο μισθό η Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση της ΕΕ, ενώ με βάση την οικονομική πραγματικότητα που καθορίζει τον μέσο μισθό, βρίσκεται στην 36η θέση του ΟΟΣΑ.

Και όταν αναφερόμαστε στην οικονομική πραγματικότητα, αναφερόμαστε στα στοιχεία της παραγωγικότητας της εργασίας η οποία βρίσκεται στο 61% του μέσου όρου της ΕΕ και στο 55% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Αντίστοιχα, η ελληνική παραγωγικότητα σε ώρες εργασίας, βρίσκεται στο 49% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 και στο 43% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Τι δείχνει αυτό; Ότι η Ελλάδα όσον αφορά την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα φιγουράρει στις χαμηλότερες θέσεις της ΕΕ. Σύμφωνα δε με έκθεση του ελβετικού ινστιτούτου IMD για το 2022, η Ελλάδα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της χώρας στον κρίσιμο τομέα της ψηφιοποίηση της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας, βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ και στην 50η θέση ανάμεσα στις 63 χώρες που μελετά το International Institute for Management Development. Και είναι η παραγωγικότητα της εργασίας που καθορίζει τις αποδοχές. Και όχι οι ανάγκες των εργαζομένων.

Προφανώς, η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν επιβεβλημένη. Όχι όμως λόγω της πορείας της οικονομίας, ούτε λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Αλλά λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και του κύματος ακρίβειας που έχει επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των εργαζομένων το οποίο κατά βάση οφείλεται στις βαθιές στρεβλώσεις και στις χρόνιες παθογένειες της αγοράς. Έτσι ο κατώτατος μισθός από το 2019 μέχρι σήμερα έχει αυξηθεί κατά 28%, την ίδια στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση του πληθωρισμού είναι της τάξης του 16,5%.

Ωστόσο, με δεδομένο ότι δεν είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις αυτές που καταβάλουν κατώτατους μισθούς, θα πρέπει να κατανοήσουμε το τι συμβαίνει στις μικρές επιχειρήσεις. Οι οποίες θα επωμιστούν με ένα επιπλέον κόστος της τάξης του +6,39% σε σχέση με τη προηγούμενη μισθοδοσία. Για να μπορέσει όμως η μικρή επιχείρηση να ανταπεξέλθει σε αυτήν την αύξηση, θα πρέπει είτε να έχει αυξήσει τα έσοδα της κατά +6,39%, ή να μειώσει τα κέρδη της κατά -6,39%, διότι από κάπου θα πρέπει να βρεθούν αυτά τα χρήματα.

Επομένως, η κυβέρνηση καλεί τις μικρές επιχειρήσεις να αναλάβουν κάποιες νέες υποχρεώσεις στις οποίες δεν είναι σίγουρο ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν. Εκείνο που δεν σκέφτεται η κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος της χώρας, είναι το να μειωθούν τα ποσά που εισπράττει το κράτος από τους εργοδότες και τους εργαζόμενους.

Για να το αντιληφθούμε ακόμα καλύτερα, ας επιστρέψουμε στον μικτό μισθό των 830 ευρώ. Ο καθαρός μισθός που καταλήγει στον τραπεζικό λογαριασμό του εργαζόμενου είναι 706 ευρώ. Το δε συνολικό κόστος για τους εργοδότες ανέρχεται στα 1.015 ευρώ. Δηλαδή ο εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, εισπράττει μόλις το 70% των χρημάτων που καταβάλει ο εργοδότης, ενώ το υπόλοιπο 30% αφορά εργοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών.

Επομένως, βλέπουμε ότι από τη μια πλευρά η πραγματική οικονομία δεν αντέχει να δώσει μεγαλύτερες αυξήσεις στους μισθούς και από την άλλη η ακρίβεια συντρίβει το επίπεδο ζωής των εργαζομένων. Αφ’ ενός, η παραγωγικότητα δεν μπορεί να βελτιωθεί μέσα σε ένα βράδυ και να πλησιάσει την αντίστοιχη μέση ευρωπαϊκή. Αφ’ ετέρου, ούτε ο καθαρός κατώτατος μισθός των 706 ευρώ, ούτε ο καθαρός μέσος μισθός των 984 ευρώ, επιτρέπουν στους εργαζόμενους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, να νοιώσουν οικονομική ασφάλεια και να αισθανθούν αισιοδοξία για το μέλλον τους. Θα μπορούσε όμως να παρέμβει το κράτος με την κατάργηση των εισφορών που όπως προαναφέραμε καλύπτουν το 30% του συνολικού επιχειρηματικού κόστους για κάθε εργαζόμενο. Κάτι που είχε θέσει προς συζήτηση ο Στέφανος Μάνος το 2016.

Η πρόταση του Στέφανου Μάνου από το 2016, για την υιοθέτηση της κρατικής σύνταξης των 700€ για όποιον συμπληρώσει το 67ο έτος, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη. Η σύνταξη θα βαρύνει αποκλειστικά τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν θα προϋποθέτει εισφορές, ούτε από την πλευρά του εργαζόμενου, ούτε από την πλευρά του εργοδότη. Όποιος επιθυμεί μεγαλύτερη ή καλύτερη συνταξιοδοτική κάλυψη θα μπορεί να καταφύγει σε εξειδικευμένα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, ή σε επαγγελματικά ταμεία ασφάλισης.

Η κατάργηση των εισφορών θα προκαλούσε ένα ισχυρό αναπτυξιακό σοκ στην αγορά. Αφού θα αύξανε τις καθαρές αποδοχές χωρίς να επιβαρύνει το κόστος στις επιχειρήσεις. Παράλληλα θα εξαφάνιζε την «μαύρη εργασία», η οποία δεν θα είχε πλέον νόημα, αφού η επίσημη «λευκή» απασχόληση δεν θα επιβαρυνόταν με κρατήσεις και εισφορές. Επιπλέον, η γραφειοκρατία του ΕΦΚΑ και οι εκατοντάδες ανθρωποώρες που δαπανώνται και οι τεχνολογικοί πόροι που καταναλώνονται για τη λειτουργία των ελεγκτικών συνταξιοδοτικών μηχανισμών, δεν θα είχαν καν λόγο ύπαρξης.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη να αναζητήσει λύση «έξω από το κουτί», αυτό που λέμε «out of the box». Μια λύση που θα λειτουργήσει καταλυτικά, αφού τόσο τα χαμηλά εισοδήματα, όσο και η χαμηλή παραγωγικότητα υπονομεύουν το μέλλον της χώρας. Η παλαιά πρόταση του Στέφανου Μάνου, κινείται ακριβώς πάνω σε αυτό το πνεύμα.