Του Απόστολου Σκουμπούρη
Αν και ο τουρκικός επιχειρηματικός κολοσσός είχε διαψεύσει το καλοκαίρι του 2018 ότι σχεδιάζει οποιαδήποτε αποεπένδυση στην Ελλάδα, εντούτοις η πίεση των τραπεζών αλλά και το... κύμα της κρίσης στην τουρκική οικονομία οδηγεί σε κρίσιμες αποφάσεις ρευστοποίησης δεκάδων assets.
Η κατάρρευση της τουρκικής λίρας σε ποσοστό άνω του 40% και τα ευρύτερα προβλήματα στην τουρκική οικονομία βρίσκουν ιδιαίτερα... απλωμένο και εκτεθειμένο σε υψηλά δάνεια τον τουρκικό όμιλο Dogus Holding A.S., ο οποίος βρίσκεται σε διαδικασία αποεπένδυσης σε δεκάδες συμμετοχές του σ'' ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη αλλά και την Άπω Ανατολή. Ο όμιλος αναζητεί αγοραστές για δεκάδες πολυτελή ξενοδοχεία αλλά και αντίστοιχων... αστέρων εστιατόρια σ'' ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Μέσα σ'' αυτό το πλαίσιο είναι και η αποχώρησή του από την κοινοπραξία που είχε εξαγοράσει το Hilton τον Οκτώβριο του 2016. Πλέον, το εμβληματικό ξενοδοχείο της Αθήνας περνά στον έλεγχο της εταιρείας Τουριστικές Επιχειρήσεις Μεσσηνίας Α.Ε (ΤΕΜΕΣ) της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου, που ελέγχει το Costa Navarino και στο Olayan Group.
Οι μαρίνες και ο Αστέρας
Το ερώτημα είναι τι θα γίνει με τις άλλες επενδύσεις που έχει στην Ελλάδα ο τουρκικός όμιλος, καθώς συμμετέχει με ποσοστό 33% στην κοινοπραξία του (νέου) Αστέρα Βουλιαγμένης, στη μαρίνα Ζέας σε ποσοστό 75%, στις μαρίνες Γουβιών και Λευκάδας με 90%, ενώ ελέγχει από κοινού με τη Lamda Development τη μαρίνα Φλοίσβου.
Σε ό,τι αφορά τον Αστέρα, λόγω των σχέσεων της Dogus με αραβικά κεφάλαια και την ευρύτερη Απω Ανατολή, υπάρχουν φήμες ότι ο όμιλος Olayan θα βγει περαιτέρω στο προσκήνιο και στο θέμα του κορυφαίου θερέτρου της Μεσογείου, που ως φαίνεται ίσως θα είναι η επόμενη κίνηση αποχώρησης του τουρκικού ομίλου.
Παράλληλα, η Dogus συμμετέχει ως partner μαζί με τη Lamda Development στη διεκδίκηση της μαρίνας του Αλίμου, ένα μεγάλο project, καθώς πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες μαρίνες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Διαθέτει περί τις 1.100 θέσεις ελλιμενισμού για σκάφη διαφόρων μεγεθών, ενώ η χερσαία ζώνη της έχει επιφάνεια περίπου 210.000 τ.μ. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει να υποστηρίζει αυτή τη διεκδίκηση ο τουρκικός όμιλος, κάτω από τις νέες συνθήκες πίεσης που διαμορφώνονται.
Το μεγάλο άπλωμα και ο υπέρογκος δανεισμός
Η Dogus εδώ και περίπου έναν χρόνο βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή με τις τράπεζες, ώστε να βρεθεί φόρμουλα ομαλής αναδιάρθρωσης των δανείων της, τα οποία στα τέλη του 2017 είχαν ξεπεράσει τα 5 δισ. δολάρια! Πλέον, ο δανεισμός της Dogus έχει πέσει κάτω από τα 4 δισ. δολάρια, έχοντας συνολικό κύκλο εργασιών περί τα 3,5 δισ. δολάρια.
Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg, η εταιρεία πουλάει το Capri Palace και το Aldrovandi Villa Borghese, στην Ιταλία, το Villa Dubrovnik της Κροατίας και το Villa Magna της Μαδρίτης (πουλήθηκε τον Νοέμβριο έναντι 210 εκατ. ευρώ), ενώ στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του χρέους της φέρεται να ψάχνει αγοραστή και για το Grand Hyatt της Κωνσταντινούπολης.
Η πίεση στην Dogus Holding A.S. εντάθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο οίκος Standard & Poor''s την υποβάθμισε στο επίπεδο Β-, λόγω της αδυναμίας της να προχωρήσει στην προγραμματισμένη αναδιάρθρωση δανείων. Η S&P μάλιστα είχε προειδοποιήσει ότι αν δεν υπάρξει επιμήκυνση στον χρόνο ωρίμανσης του χρέους, τότε η Dogus δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του 2018 χωρίς πώληση περιουσιακών στοιχείων.
Το εκτόπισμα της Dogus
Τον έλεγχο της Dogus Holdings A.S. έχει ο Τούρκος δισεκατομμυριούχος Φερίτ Σαχένκ, επιστήθιος φίλος του Τούρκου προέδρου Ερντογάν και πιστός υποστηρικτής του εδώ και πολλά χρόνια. Αλλωστε, η Dogus έχει υπό τον έλεγχό της στην Τουρκία έξι τηλεοπτικούς σταθμούς, πολλούς ραδιοφωνικούς, sites κ.λπ.
Η Dogus είναι ένας πολυσχιδής όμιλος με πολυεπίπεδες αλλά και εντελώς ετερόκλητες δραστηριότητες, που επεκτείνονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα μέσω της Garanti Bank (από τις δύο τρεις μεγαλύτερες τράπεζες στην Τουρκία), στον τουρισμό, στις κατασκευές, στο real estate, στην αντιπροσώπευση αυτοκινητοβιομηχανιών, στην ενέργεια, στην εξόρυξη, στα τρόφιμα, στο λιανικό εμπόριο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
O όμιλος ιδρύθηκε το 1951 από τον Αϊχάν Σαχένκ, πατέρα του σημερινού προέδρου και στο... πικ της ακμής του έφτασε να απασχολεί περισσότερους από 55.000 εργαζομένους με περίπου 330 θυγατρικές και συμμετοχές. Πλέον αριθμεί περί τις 250 εταιρείες και απασχολεί πάνω από 40.000 εργαζομένους ανά τον κόσμο.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί σήμερα 25 Φεβρουαρίου