Οι πρώτες επιπτώσεις της ακρίβειας από την άνοδο του πληθωρισμού σε υψηλά πολλών δεκαετιών έχουν γίνει αισθητές εδώ και καιρό στις τσέπες των καταναλωτών, όμως πλέον αρχίζουν να αντικατοπτρίζονται και στις μετρήσεις. Και μόνο το γεγονός ότι ο δείκτης τιμών τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών βρίσκεται για δύο διαδοχικούς μήνες στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών λέει πολλά για το βάρος που καλούνται να σηκώσουν τα νοικοκυριά και τον κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης.
Η κατάσταση είναι δεδομένα χειρότερη στις φτωχότερες χώρες και κυρίως σε αυτές που δεν έχουν παραγωγή και εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφίμων, όπως της Υποσαχάριας Αφρικής και ορισμένες της Μέσης Ανατολής. Αντιθέτως, στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, τα νοικοκυριά διαθέτουν ένα σημαντικό «μαξιλάρι», ήτοι τις οικονομίες που συσσώρευσαν την περασμένη δεκαετία.
Το φαινόμενο της ακρίβειας μονοπωλεί το ενδιαφέρον το τελευταίο τρίμηνο αλλά δεν είναι εντελώς καινούριο. Τον Ιούνιο του 2021 ο δείκτης τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ εκτινάχθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Το υψηλό 10 ετών ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη ότι ο πληθωρισμός άρχισε να καλπάζει. Στη συνέχεια οι τιμές της ενέργειας ακολουθήσαν μία απότομη ανοδική πορεία και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Κάπως έτσι φτάσαμε σήμερα ο ίδιος δείκτης να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ και ο πληθωρισμός να τρέχει με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 40 ετών στις ΗΠΑ και της εποχής του ευρώ στην Ευρώπη.
Ποια είναι όμως η επίπτωση της ακρίβειας για τα νοικοκυριά; Σύμφωνα με την Goldman Sachs, η άπλετη ρευστότητα που διοχετεύτηκε στο σύστημα την περασμένη δεκαετία, λόγω του χαμηλού κόστος δανεισμού που δημιούργησαν τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια, εκτιμάται στα 2,5 τρισ. δολάρια. Είναι οι οικονομίες των νοικοκυριών που σήμερα ροκανίζει ο πληθωρισμός. Στην Ευρώπη, τα χρήματα που έχουν βάλει στην άκρη οι καταναλωτές υπολογίζονται από το ΔΝΤ σε τουλάχιστον 1 τρισ. ευρώ. Συνολικά, λοιπόν, στις δύο μεγαλύτερες ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη κινδυνεύουν 3,5 τρισεκατομμύρια.
Από τη μία λοιπόν υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα αλλά από την άλλη όσο ο πληθωρισμός το ροκανίζει τόσο ενισχύεται η αβεβαιότητα και έρχεται πιο κοντά η ύφεση. Στην Αμερική, αυτά τα 2,5 τρισ. δολάρια, σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη ανεργία των τελευταίων δεκαετιών και τις αυξήσεις που παρατηρούνται στους μισθούς, προσφέρουν στήριξη στην κατανάλωση σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία. Όμως οι αναλυτές εκτιμούν ότι η κατανάλωση θα καταγράψει πτωτική πορεία τους επόμενους μήνες τόσο σε επίπεδο αγαθών όσο και υπηρεσιών. Δεν είναι τυχαίο ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος υποχώρησε σε χαμηλό 10 ετών τον Μάιο, σε ένα περιβάλλον που αναμένεται να διατηρηθεί για καιρό.
Στη Μ. Βρετανία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται σε υψηλό 30 ετών και η σχετικά μικρή πτώση στις λιανικές πωλήσεις τον περασμένο μήνα κρύβει την αλήθεια της μεγάλης μείωσης που καταγράφηκε σε όγκο αγορών.
Οι δύο αντικρουόμενες δυνάμεις στην αγορά σήμερα είναι η ώθηση που δέχεται η οικονομική δραστηριότητα και κυρίως οι υπηρεσίες, η ψυχαγωγία και ο τουρισμός, λόγω της επανεκκίνησης των οικονομιών μετά την πανδημία και στην αντίθετη πλευρά είναι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω του πληθωρισμού και η αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ευρύτερες γεωπολιτικές αναταράξεις.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι τα νοικοκυριά ξοδεύουν και από τις οικονομίες τους για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους και να διατηρήσουν όσο μπορούν το βιοτικό τους επίπεδο, ωστόσο αυτή η συνθήκη δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ. Η αβεβαιότητα θα αναγκάσει τους πολίτες να υιοθετήσουν μία πιο συντηρητική στάση που συνεπάγεται ότι θα ξοδεύουν ολοένα και λιγότερα. Παράλληλα, η επιθετική αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού και οι επενδύσεις δεν θα πραγματοποιούνται με την ίδια ευκολία. Κάπως έτσι, η οικονομική δραστηριότητα θα συρρικνωθεί και γι’ αυτό αυξάνεται μήνα με το μήνα η πιθανότητα ύφεσης, με τον πρώην επικεφαλής της Goldman, Λόιντ Μπλακφάιν, να κάνει λόγο για πολύ υψηλό κίνδυνο ύφεσης.
Όσο για τις αγορές, η Goldman Sachs προχώρησε χθες στην υποβάθμιση των προβλέψεων για τον S&P 500 και πλέον δίνει περιθώρια ανόδου της τάξης του 6% έως το τέλος του 2022. Ο στόχος της αμερικανικής τράπεζας είναι οι 4.300 μονάδες (+6,88% από το κλείσιμο της Παρασκευής 13/5), έναντι 4.700 μονάδων στην αμέσως προηγούμενη εκτίμηση. Στο σενάριο που τελικά η οικονομία θα υποχωρήσει σε ύφεση η Goldman «βλέπει» τον S&P 500 να πέφτει στις 3.600 μονάδες που σημαίνει πτώση 10% από τα τρέχοντα επίπεδα και συνολική πτώση 25% από τα ιστορικά υψηλά των 4.796 μονάδων της 3ης Ιανουαρίου 2022.