Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ασήκωτο θα παραμείνει για αρκετά χρόνια ακόμα το βάρος της κρίσης για τους Έλληνες πολίτες αν δεν υπάρξει άμεσα ένα επενδυτικό σοκ πολλών δισεκατομμυρίων και αν δεν σταματήσει η παράνοια της υπερφορολόγησης.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, του ΙΟΒΕ και όλων των αρμόδιων φορέων και αρχών περιγράφουν για τα νοικοκυριά μία κατάσταση μιζέριας, απαισιοδοξίας και τρομακτικής επιφυλακτικότητας. Όσο, μάλιστα, συνεχίζεται η ανάκαμψη της οικονομίας και δείκτες όπως η οικονομική δραστηριότητα, οι εξαγωγές και η απασχόληση, εμφανίζουν σταθερή βελτίωση, τόσο θα γίνονται αισθητές οι δραματικές συνέπειες του α' εξαμήνου του 2015.
Διότι όταν το ΑΕΠ αναπτύσσεται με ρυθμό 2,3% αλλά την ίδια ώρα η κατανάλωση μένει στάσιμη ή υποχωρεί, ενώ 9 στα 10 νοικοκυριά πιστεύουν ότι δεν θα βάλουν ούτε ένα ευρώ στην άκρη τον επόμενο χρόνο και 6 στους 10 περιμένουν ότι οι συνθήκες θα επιδεινωθούν, τότε μάλλον αυτή είναι μία ανάπτυξη μιζέριας.
Μηδενική ανάπτυξη το 2016 και μόλις 1,4% το 2017 οδήγησαν την καταναλωτική δαπάνη στο α' τρίμηνο του 2018 στα 41,756 δισ. ευρώ, όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2016 διαμορφωνόταν στα 41,724 δισ. ευρώ. Παρά την επιστροφή στην ανάπτυξη το 2017, οι καταναλωτές δεν έχουν την ψυχολογία, τη διάθεση ή τα χρήματα για να δαπανήσουν περισσότερα.
Άλλωστε, η οικονομία είναι θέμα ψυχολογίας. Πως μπορεί να βελτιώνεται η εμπιστοσύνη σε μία οικονομία που ενώ αναπτύσσεται, αυξάνεται παράλληλα ο αριθμός των ανέργων στους νέους; Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία η ανεργία υποχώρησε τον Φεβρουάριο στο 20,8% (έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 8,5%) αλλά το ποσοστό των νέων κάτω των 25 ετών χωρίς δουλειά αυξήθηκε στο 45,4% από 42,7% τον Ιανουάριο.
Αναμφίβολα η αύξηση των εξαγωγών είναι θετική εξέλιξη, καθώς οι εξαγωγές παίζουν πολύ ουσιαστικό ρόλο και ειδικότερα ο τουρισμός, πάνω στον οποίο καλώς ή κακώς βασιζόμαστε. Όμως για να επιστρέψουν τα χαμόγελα στους πολίτες χρειάζεται μία πραγματική επενδυτική καταιγίδα που θα φέρει δουλειές και ένα ρεαλιστικό σχέδιο ανάπτυξης που θα εστιάζει στους νέους. Αλλιώς, θα περιμένουμε δεκαετίες για να φτάσουμε στα προ κρίσης επίπεδα.
Σήμερα, βρισκόμαστε σχεδόν τρεις μήνες από το τέλος του μνημονίου, όταν θα ξεκινήσει μία άλλη περίοδος ενισχυμένης εποπτείας, κατά την οποία ενδεχομένως θα υπάρχει – όσο και αν η κυβέρνηση το αρνείται – κάποιου είδους προληπτική γραμμή στήριξης. Βρισκόμαστε, δηλαδή, σε ένα σημείο που μοιάζει πάρα πολύ με το τέλος του 2014.
Τότε γιατί χάσαμε τρία ολόκληρα χρόνια; Σε πόσο καλύτερη κατάσταση θα ήταν η οικονομία μας σήμερα αν είχαμε τελειώσει με τα μνημόνια μια ώρα – ή καλύτερα τρία χρόνια – νωρίτερα; Τι διαφορετικό έκανε αυτή η κυβέρνηση που δικαιολογεί αυτά τα τρία «κενά» χρόνια, στη διάρκεια των οποίων μειώθηκε πάνω από 3 δισ. ευρώ το καθαρό εθνικό διαθέσιμο εισόδημα;
Τα στοιχεία που έδωσαν χθες στη δημοσιότητα ΕΛΣΤΑΤ και ΙΟΒΕ «ζωγραφίζουν» την ανάπτυξη με χρώματα βαριά και μουντά. Σίγουρα απαιτείται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να φανεί η οικονομική ανάπτυξη στις τσέπες των πολιτών, όμως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα έπρεπε όλα να γίνονται πιο γρήγορα. Όσο η οικονομία κινείται πέριξ του 2%, πολύ δύσκολα θα επανέλθουν τα χαμόγελα στην κοινωνία. Όσο συνεχίζεται η υπερφορολόγηση, τόσο νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βλέπουν ζοφερό το μέλλον.
Το α' τρίμηνο του 2018 η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 0,4%. Ήταν το τρίτο διαδοχικό τρίμηνο υποχώρησης, την ώρα που η αποταμίευση παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες τρώνε ό,τι έχει απομείνει από το «λίπος» αφού το διαθέσιμο εισόδημα δεν αρκεί, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε με νέο σοκ όταν το λίπος τελειώσει. Ίσως γι' αυτό κανένας επενδυτικός οίκος δεν προβλέπει ανάπτυξη στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια άνω του 2% (ορισμένοι μάλιστα βλέπουν μόνιμη ανάπτυξη κοντά στο 1%).
Η δημοσιονομική αφαίμαξη και η κλιμακούμενη αβεβαιότητα είναι στοιχεία που κυριάρχησαν στα χρόνια της κρίσης αλλά διατηρούνται και σήμερα, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρο σχέδιο για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Μπορεί μετά από πολλές θυσίες να «σβήσαμε» πρωτογενές έλλειμμα που έφτανε στο 10% του ΑΕΠ, αλλά πλέον έχουμε μπει σε μία διαδικασία κατά την οποία η κυβέρνηση υπερφορολογεί για να πετύχει υπερπλεονάσματα – και γι' αυτό καταρρέει η ιδιωτική κατανάλωση – για να δώσει μετά έκτακτες παροχές, οι οποίες δεν έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, εκτός από την εξυπηρέτηση πολιτικών συμφερόντων.