Παρά το γεγονός πως η αμερικανική χαλυβουργία U.S. Steel (X NYSE) αποτελεί εδώ και χρόνια μία σκιά του ένδοξου παρελθόντος της, όταν ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση στον κόσμο, η συμφωνία εξαγοράς της από την ιαπωνική Nippon Steel (5401 TOKYO) τείνει να εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό θέμα στις ΗΠΑ και να αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κύριων υποψήφιων των προεδρικών εκλογών του προσεχούς Νοεμβρίου.
Πριν μπούμε στην ουσία της υπόθεσης και τις τελευταίες εξελίξεις, θυμίζουμε πως το περασμένο καλοκαίρι ξεκίνησε ένα είδος σίριαλ, με διάφορους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν προτάσεις εξαγοράς της US Steel και την εταιρεία να αποφασίζει τελικά να προχωρήσει σε ένα διαγωνισμό προκειμένου να προκύψει ο ενδιαφερόμενος που θα έδινε την υψηλότερη τιμή. Ο νικητής αυτής της διαδικασίας ήταν τελικά η ιαπωνική επιχείρηση Nippon Steel, η οποία έδωσε προσφορά συνολικής αξίας περίπου 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά, δηλαδή τιμή 55 δολαρίων για κάθε μετοχή της επιχείρησης.
Η τιμή αυτή ήταν 142% υψηλότερη από την τιμή της μετοχής της US Steel την 11η Αυγούστου, δηλαδή μία μέρα πριν την εκδήλωση του πρώτου ενδιαφέροντος για την εξαγορά της επιχείρησης, από τη Cleveland Cliffs (CLF NYSE) και 57% υψηλότερη από την τιμή που είχε προσφέρει η Cleveland Cliffs.
Το μεγάλο ενδιαφέρον για την κάποτε κραταιά επιχείρηση έχει άμεση σχέση με το γεγονός πως η εταιρεία ωφελείται από την μεγάλη αύξηση του όγκου των έργων υποδομής λόγω του αποκαλούμενου «πακέτου Μπάιντεν» αλλά και από τους δασμούς που έχουν επιβληθεί εδώ και μερικά χρόνια στις εισαγωγές χάλυβα από τρίτες χώρες από τον Ντόναλντ Τραμπ και οι οποίοι διατηρήθηκαν από τον Τζο Μπάιντεν.
Από την πρώτη στιγμή, η συμφωνία για την εξαγορά αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τη μεριά τον εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, οι οποίοι προτιμούσαν την προσφορά της Cleveland Cliffs καθώς πιστεύουν πως θα ήταν πολύ πιο επωφελής για τους ίδιους και θα ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο μαζικών απολύσεων. Παρά το γεγονός πως οι δύο πλευρές συζητούν εδώ και μήνες, η κατάσταση παραμένει τεταμένη μεταξύ τους.
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι εργαζόμενοι απαιτούν γραπτές διαβεβαιώσεις από την ιαπωνική πλευρά σχετικά με τη διατήρηση όλων των θέσεων εργασίας και την τήρηση όλων των υφιστάμενων συμφωνιών μεταξύ των εργατικών ενώσεων και της τωρινής διοίκησης της US Steel.
Σύμφωνα με το διεθνές πρακτορείο, η ιαπωνική πλευρά υπόσχεται νέες επενδύσεις αξίας τουλάχιστον 1,4 δισ. αλλά μάλλον δεν είναι έτοιμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των εργαζομένων. Παράλληλα εξελίσσεται και η έρευνα που κάνει η επιτροπή ελέγχου των ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ, η CFIUS (Committee on Foreign Investment in the United States). Η επιτροπή αυτή, η οποία υπάγεται στο υπουργείο οικονομικών, έχει την εξουσία να εγκρίνει ή να απορρίψει ή να ζητήσει συγκεκριμένες τροποποιήσεις τέτοιων συμφωνιών επικαλούμενη ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Μπορεί επίσης να παραπέμψει την υπόθεση στον πρόεδρο προκειμένου να αποφασίσει αυτός.
Τις τελευταίες μέρες όμως εμφανίστηκε και ένας άλλος παράγων στην υπόθεση, πολιτικής φύσεως. Ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, με το θέμα άρχισαν να ασχολούνται και οι δύο βασικοί υποψήφιοι, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ.
Η αλήθεια είναι πως από την πρώτη στιγμή είχαν εκφραστεί προβληματισμοί σχετικά με τη συγκεκριμένη συμφωνία, από όλο το πολιτικό φάσμα. Σε άρθρο των New York Times από τον προηγούμενο Δεκέμβριο είχαμε δει αρκετούς γερουσιαστές των δύο κομμάτων να εκφράζουν την ξεκάθαρη αντίθεσή τους στη συγκεκριμένη εξαγορά.
Ο τίτλος του άρθρου αναφερόταν στην αντίθεσή προς την πώληση μίας τόσο εμβληματικής αμερικανικής επιχείρησης σε ξένα χέρια, ενώ μέσα στο άρθρο είχαμε δει πως από τους μεγαλύτερους πολέμιους της συμφωνίας ήταν ο δημοκρατικός γερουσιαστής Φέτερμαν από την πολιτεία της Πενσυλβάνια όπου βρίσκονται οι περισσότερες παραγωγικές εγκαταστάσεις της U.S Steel.
Προφανώς, ο γερουσιαστής ανησυχεί για την πιθανότητα απώλειας σημαντικού αριθμού θέσεων εργασίας. Από τότε μέχρι τώρα όμως, το πράγμα έχει αρχίσει να γίνεται πιο σοβαρό, παρά το γεγονός πως η Ιαπωνία είναι μία από τις βασικότερες συμμάχους των ΗΠΑ και πιθανό μπλοκάρισμα της συμφωνίας θα μπορούσε να δημιουργήσει ρήγμα στις σχέσεις των δύο χωρών.
Στον χορό μπήκε με δύναμη ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δήλωσε ξεκάθαρα πως θα ακυρώσει την εξαγορά της U.S. Steel εφόσον γίνει πρόεδρος. Η παρέμβασή του δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς η πολιτεία της Πενσυλβάνια αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου αφού οι διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων είναι μικρές και ο αριθμός των εκλεκτόρων που θα εξασφαλίσει ο νικητής μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο το βράδυ των εκλογών.
Η παρέμβαση του Τραμπ ίσως είναι αυτό που ώθησε και τον πρόεδρο Μπάιντεν να παρέμβει και αυτός δημοσίως. Προχθές Τετάρτη εμφανίστηκε ένα δημοσίευμα των Financial Times που υποστήριζε ότι ο πρόεδρος ήταν έτοιμος να εκφράσει τους προβληματισμούς του για την εξαγορά. Μόλις κυκλοφόρησαν στην αγορά οι πληροφορίες της αγγλικής εφημερίδας, η μετοχή της U.S Steel σημείωσε σημαντική πτώση και τελικά έκλεισε στα 40,86 δολάρια πέφτοντας κατά 12,8%. Η πτώση αυτή ήταν η μεγαλύτερη σε ποσοστό από το 2020, όταν οι αγορές κατέρρεαν εξ αιτίας της έλευσης της πανδημίας.
Η πτώση όμως δεν σταμάτησε εκεί, συνεχίστηκε και χθες Πέμπτη αφού οι πληροφορίες των FT επιβεβαιώθηκαν. Ο πρόεδρος όντως μίλησε και είπε τα εξής: «η US Steel αποτελεί μία εμβληματική αμερικανική εταιρεία εδώ και πάνω από έναν αιώνα και είναι ζωτικής σημασίας για αυτήν η παραμονή της υπό εγχώριο έλεγχο και διεύθυνση». Ο πρόεδρος πρόσθεσε πως «είναι σημαντικό να διατηρήσουμε ισχυρές αμερικανικές χαλυβουργίες που θα αντλούν τη δύναμή τους από Αμερικανούς εργάτες. Είχα πει στους εργάτες των χαλυβουργιών πως θα μπορούν να στηριχτούν πάνω μου και το εννοούσα».
Προσπαθώντας ίσως να τηρήσει τα προσχήματα, ο Τζο Μπάιντεν απέφυγε να αναφερθεί στην υπό εξέλιξη έρευνα της επιτροπής CFIUS και να υποστηρίξει καθαρά την απαγόρευση της εξαγοράς. Πιθανότατα ήθελε να αποφύγει να φέρει σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Κισίντα, ο οποίος θα τον επισκεφθεί στις 10 Απριλίου στον Λευκό Οίκο.
Οι επενδυτές όμως φαίνεται πως πήραν το μήνυμα, ακόμα και αν ο πρόεδρος απέφυγε να το στείλει ξεκάθαρα. Η μετοχή έχασε άλλο ένα 6%, αφού σε κάποια στιγμή είχε φθάσει να χάνει και 11%. Αυτό σημαίνει πως η τιμή της αμερικανικής εταιρείας είναι σχεδόν 30% πιο κάτω από τα 55 δολάρια που έχει συμφωνήσει η ιαπωνική επιχείρηση να δώσει για να την εξαγοράσει. Με λίγα λόγια, οι αγορές έχουν αρχίσει να πιστεύουν πως η πιθανότητα ναυαγίου είναι πλέον αρκετά μεγάλη μετά την παρέμβαση του προέδρου. Εδώ πρέπει να πούμε πως παρόμοιες παρεμβάσεις είναι πάρα πολύ σπάνιες στην ιστορία των ΗΠΑ και οι επενδυτές δεν πρόκειται να την αντιμετωπίσουν χαλαρά.
Καταλαβαίνουν βέβαια τον πολιτικό χαρακτήρα των δηλώσεων Μπάιντεν και τη σημασία της χρονικής στιγμής που έγιναν, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στις πολιτείες του Γουισκόνσιν και του Μίσιγκαν, οι οποίες θεωρούνται και αυτές κομβικής σημασίας για τις προεδρικές εκλογές, όπως και η Πενσυλβάνια.
Αλλά, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, αντιλαμβάνονται πως αυτή η εξαγορά έχει πάψει πλέον να αποτελεί μία επιχειρηματική υπόθεση και έχει πλέον σαφώς πολιτικό χαρακτήρα, κάτι που φέρνει πάντα αλλεργία στους επενδυτές. Οι περισσότεροι από αυτούς μάλλον θα προτιμήσουν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη από μακριά και να αναζητήσουν κερδοφόρες επενδύσεις κάπου αλλού.