Του Βασίλη Γεώργα
Από πουθενά στα στοιχεία της έκθεσης βιωσιμότητας που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και διέρρευσε χθες στο Bloomberg, δεν προκύπτει ότι θεωρεί το ελληνικό χρέος «μη βιώσιμο». Ασχέτως αν στην Ελλάδα αρκετοί έσπευσαν να γυρίσουν ανάποδα τα συμπεράσματα της ανάλυσης - γιατί έτσι εξυπηρετείται το εσωτερικό αφήγημα περί αναγκαιότητας ελάφρυνσης του χρέους - αυτό που μας είπε η Κομισιόν είναι ακριβώς ό,τι μας έχει διαμηνύσει και ο W. Schaeuble: ότι είναι στο χέρι της Ελλάδας να τα πάει τόσο καλά με την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα, ώστε το δημόσιο χρέος να μην χρειαστεί παρά μόνο επιμέρους «παραμετρικές» παρεμβάσεις οι οποίες έχουν ήδη αποφασιστεί τον Μάιο του 2016 και τον Ιούνιο του 2017 στα αντίστοιχα Eurogroup.
Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι, είναι ότι πράγματι η Κομισιόν εκφράζει περισσότερες επιφυλάξεις από το Βερολίνο αλλά πολύ λιγότερες από το ΔΝΤ για το τι θα μπορούσε να πάει «στραβά» στο μέλλον ώστε να εκτροχιαστούν οι αποπληρωμές του ελληνικού χρέους. Έστω κι αν βρίσκεται ένα κλικ παραπέρα από τους ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών παροτρύνοντας την ευρωζώνη να εφαρμόσει σε κάθε περίπτωση κάποια από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης για να αποφευχθούν επιπλοκές σε ένα αρνητικό σενάριο, είναι σαφές πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν παρεκκλίνει ούτε κατ' ελάχιστο από τη «γραμμή Schaeuble» για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και μετρημένες διευκολύνσεις στο χρέος.
Με λίγα λόγια ο «πιστός σύμμαχος» της Ελλάδας Jean-Claude Juncker έκοψε από τώρα τη φόρα σε όσους από την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση καθώς και το ΔΝΤ, ετοιμάζονται να δώσουν νέους αγώνες μετά τον Σεπτέμβριο στο όνομα μιας μεγάλης απομείωσης του χρέους.
Για του λόγου το αληθές με βάση τα συμπεράσματα της ανάλυσης προκύπτει ότι:
-Το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειώνεται σταθερά σύμφωνα με το βασικό σενάριο που υιοθετεί η Κομισιόν. Από 176,5% το 2017 θα υποχωρήσει στο 159,9% το 2020, στο 123,1% το 2030 και στο 91,2% το 2060. Στην αμέσως προηγούμενη ανάλυση βιωσιμότητας μετά το κλείσιμο της 1ης αξιολόγησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε ότι η σχέση χρέους προς ΑΕΠ δεν θα υποχωρούσε κάτω από το 100% ως το 2060.
-Ακόμη και χωρίς να ληφθεί κανένα από τα λεγόμενα «μεσοπρόθεσμα» μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους, η Κομισιόν δεν φαίνεται να καταλήγει σε κάποια εκτίμηση που να χαλάει πολύ το αφήγημα στους υπεραισιόδοξους ευρωπαίους πιστωτές μας. Η εξυπηρέτησή του χρέους ως ποσοστό των δημοσίων δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ (ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες) είναι οριακά «προβληματική» μόνο μετά το 2045. Σύμφωνα με το βασικό της σενάριο οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα πέσουν μόλις στο 9,3% του ΑΕΠ το 2020 (σ.σ φέτος είναι 17%), και θα αρχίσουν να αυξάνονται σταδιακά από τότε και μετά. Το πλαφόν του 20% θα το ξεπεράσουν όμως για πρώτη φορά οριακά το 2045, όταν και θα διαμορφωθούν στο 20,8%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τον κανόνα η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει μέχρι και το 15% του ΑΕΠ της για τοκοχρεολύσια «μεσοπρόθεσμα» και μέχρι το 20% «μακροπρόθεσμα», η Κομισιόν τα βλέπει σχεδόν όλα καλά και επί της ουσίας λέει ότι με το βασικό σενάριο δεν χρειάζονται μεγάλες παρεμβάσεις.
Από την άλλη το ότι «υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους» όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Κομισιόν, δεν είναι κάτι καινούριο. Στις ανησυχίες αυτές εδράζονται τόσο η άρνηση του ΔΝΤ να εκδώσει θετική ανάλυση βιωσιμότητας, η δυσκολία της ΕΚΤ να κάνει το ίδιο, αλλά και οι δεσμεύσεις της ευρωζώνης ότι θα εφαρμόσει μια σειρά από διευκολύνσεις στις αποπληρωμές του χρέους.
Εδώ εντοπίζεται η μόνη σημαντική διαφοροποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με την απόφαση του Eurogroup. Ότι η Κομισιόν θεωρεί απαραίτητη την εφαρμογή αυτών διευκολύνσεων οι οποίες πάντως δεν θα παρεκκλίνουν από τα ήδη αποφασισμένα: επέκταση ωριμάνσεων για τα δάνεια και περιόδου χάριτος καταβολής τόκων, συν τη χρήση των κερδών από τα ομόλογα που αγοράστηκαν μέσω SMP και ANFA. Στην πράξη δηλαδή δεν λέει τίποτα περισσότερο από όσα ήδη περιγραφεί και όλοι υποθέτουν ότι θα επικυρωθούν το επόμενο έτος.
Τα παραπάνω μέτρα η Κομισιόν τα συνδέει, όμως, με το αρνητικό σενάριο χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της αδυναμίας επίτευξης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα με βάση το οποίο προβλέπει εκρηκτική αύξηση του χρέους τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Στο δυσμενές σενάριο (που συμπίπτει με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ) το πρόβλημα ξεκινά σχετικά άμεσα με αποτέλεσμα το 2033 οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης να έχουν ξεπεράσει το 20% του ΑΕΠ φτάνοντας στο 56% το 2060 ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί στο 241% το 2060.
Success story 2 με προληπτική γραμμή και νέες δεσμεύσεις
Για να στηρίξει το ελληνικό «success story νο2» -που αυτή τη στιγμή βολεύει την ευρωζώνη ώστε να εμφανίσει ως επιτυχημένο το πρόγραμμα μετά από επτά χρόνια- η ανάλυση βιωσιμότητας της Κομισιόν επαναλαμβάνει με μεγαλύτερη έμφαση και κάτι ακόμη που περιλαμβάνεται στην απόφαση του τελευταίου Eurogroup.
Ότι από το τρίτο Μνημόνιο θα περισσέψουν περί τα 27 δισ. ευρώ μέρος των οποίων θα αξιοποιηθούν μετά τον Αύγουστο του 2018 ως πιστωτική προληπτική γραμμή που θα βοηθήσει την Ελλάδα να βγει στις αγορές.
Η σκοπιμότητα αυτής της πιστωτικής γραμμής είναι γνωστή από το 2014 και είναι στην ουσία η παροχή δυνητικών δανείων προς την Ελλάδα που παράλληλα λειτουργούν ως εγγύηση προς τους επενδυτές των ομολόγων ότι αναλαμβάνει το ρίσκο ο ESM για να δανείσουν λεφτά οι αγορές.
Η προληπτική γραμμή δεν θα παρασχεθεί «δωρεάν». Ακόμη και αν δεν χρειαστεί να εκταμιευτεί ούτε σεντ στα 1 ή 2 χρόνια διάρκειας του πιστωτικού ορίου (ECCL ή PCCL), η Ελλάδα θα συνομολογήσει κάποιου είδους μνημόνιο με τον ESM, με τη διαφορά ότι την τήρηση των υποχρεώσεων όπως προβλέπεται, θα την έχει κατά βάση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.