Η παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα για την ανάγκη θέσπισης ενός πανευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, μέσω προχθεσινών δηλώσεών του στους Financial Times και άρθρου του στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, δεν ήταν τυχαία. Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο όταν συζητείται το μέλλον της Τραπεζικής Ένωσης και παρά την δυσμενή μεταβολή των συνθηκών εξαιτίας της πανδημίας, οι πιέσεις που ασκούνται για τη σύγκλιση του ποσοστού των κόκκινων δανείων με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι μεγάλες.
Αν δεν μειωθεί το απόθεμα των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών τόσο που το ποσοστό τους να υποχωρήσει αισθητά κάτω από το 10%, το project της τραπεζικής ένωσης και κατ’ επέκταση του ενιαίου μηχανισμού εγγύησης των καταθέσεων θα μείνει στα χαρτιά. Η πιθανότητα αυτή αυξάνει τις ανησυχίες από τη στιγμή που κανείς δεν γνωρίζει πόσα νέα κόκκινα δάνεια θα αφήσει πίσω της και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η πανδημία.
«Μετά την πανδημία, η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών θα υποβαθμιστεί -τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο- επομένως είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στην τραπεζική ένωση», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας στους FT.
Αν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη της συμβουλευτικής εταιρείας Oliver Wyman, τα κόκκινα δάνεια στην Ευρώπη θα ανέλθουν στα 800 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη τριετία και στο ίδιο διάστημα οι τράπεζες θα υποστούν απώλεια εσόδων 30%. Μία τέτοια εξέλιξη θα είναι πολύ αρνητική καθώς το 2019 οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα NPLs στα 580 δισ. ευρώ, από 1 τρισ. ευρώ το 2014.
Η πανδημία αναδεικνύει λοιπόν την ανάγκη συνολικής αντιμετώπισης του φαινομένου όπως συνέβη και σε δημοσιονομικό επίπεδο με το Ταμείο Ανάκαμψης. Γι’ αυτό ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε ότι η Ευρωζώνη θα πρέπει να αξιοποιήσει τα διδάγματα από τη σημερινή συγκυρία και να δημιουργήσει μια πιο ανθεκτική αρχιτεκτονική.
Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης έχει ενισχύσει τη θέση του στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα τελευταία χρόνια και η ανανέωση της θητείας του τον καθιστά από τα παλαιότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της. Η γνώμη του, λοιπόν, είναι βαρύνουσα και γίνεται ακόμη πιο ηχηρή γιατί είναι ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας που συνεχίζει να αναζητά την καλύτερη και πιο αποτελεσματική λύση για την ταχύτερη εξυγίανση του τραπεζικού κλάδου, χωρίς να βάλει το χέρι στην τσέπη ο φορολογούμενος και χωρίς να απαξιωθούν οι τράπεζες.
Έτσι η επίλυση των προβλημάτων των ελληνικών τραπεζών έχει πλέον αποκτήσει πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από τη στιγμή που άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο στη μείωση των NPLs. Σε αυτό το σημείο έρχεται το ζήτημα της bad bank, την οποία προτείνει η ΤτΕ.
Ο Γιάννης Στουρνάρας υποστηρίζει ότι όσες κινήσεις έχουν ήδη γίνει ως προς τη μείωση των κόκκινων δανείων θα πρέπει να ολοκληρωθούν και θα πρέπει επίσης να αναληφθούν νέες πρωτοβουλίες όπως η αξιοποίηση των εταιριών διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (AMC).
Η παρέμβαση του διοικητή της ΤτΕ έχει και άλλη σημασία. Παρά την πανδημία και την ύφεση, υπάρχουν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που δεν βλέπουν με καλό μάτι την πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων, παρά τη συμφωνία για την κοινή έκδοση χρέους στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Αν, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση καταφέρει σε συνεργασία με την ΤτΕ να «καθαρίσουν» γρήγορα οι τραπεζικοί ισολογισμοί από τα κόκκινα δάνεια, είναι πιθανό να πειστούν ακόμη και οι πιο… δύσπιστη ότι η εγγύηση των καταθέσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θα προσδώσει στην Ευρωζώνη μία νέα δυναμική. Για όλους αυτούς τους λόγους, το τελικό αποτέλεσμα περνάει… από την Αθήνα.