Τα μαντάτα δεν είναι καλά για την οικονομία της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να υπάρχει έντονος προβληματισμός, τόσο στη Φρανκφούρτη και την ΕΚΤ, όσο και στις Βρυξέλλες και την Κομισιόν. Η Ευρώπη χρειάζεται ένα αναπτυξιακό σοκ τη στιγμή που ο κίνδυνος αναθέρμανσης του πληθωρισμού δεν έχει εξαλειφθεί και οι αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες περιορίζουν τα όποια περιθώρια ανάκαμψης.
Από το 2022 και όσο φθίνει η επίδραση του ανοίγματος της οικονομίας μετά την πανδημία, η ευρωπαϊκή οικονομία παραπαίει, ενώ από το α’ τρίμηνο του 2023 δεν μπορεί το ΑΕΠ να αναπτυχθεί με ρυθμό άνω του 0,4%, έχοντας εμφανίσει τρία τρίμηνα με 0% με ένα τρίμηνο με -0,1%.
Τα πρώτα στοιχεία για την οικονομική δραστηριότητα στην καρδιά του καλοκαιριού δείχνουν ότι η Ευρωζώνη παραμένει εγκλωβισμένη σε συνθήκες χαμηλής έως μηδενικής ανάπτυξης και επίμονου πληθωρισμού, με τις επιχειρήσεις να αναβάλλουν επενδυτικά project και τους καταναλωτές να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με την ακρίβεια.
Ο σύνθετος δείκτης υπευθύνων προμηθειών, PMI, υποχώρησε για δεύτερο διαδοχικό μήνα τον Ιούλιο, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, στο 50,1 από 50,9, υποδηλώνοντας ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης παραμένει στάσιμο. Υπενθυμίζεται ότι οι τιμές πάνω από 50 δείχνουν ανάπτυξη της δραστηριότητας στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, ενώ κάτω από 50 συρρίκνωση.
Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ βλέπει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια και πιστωτικές γραμμές να μειώνεται σημαντικά στο πρώτο μισό του 2024, αλλά σύμφωνα με τη σχετική έρευνα, οι τράπεζες αναμένουν αύξηση της ζήτησης στο γ’ τρίμηνο.
Η οικονομία της Ευρωζώνης «παλεύει» σχεδόν μία διετία με τον στασιμοπληθωρισμό και πλέον είναι ορατός ο κίνδυνος να μην καταφέρει να βγει από αυτή την παγίδα ούτε τη διετία 2025-2026. Η πτώση του σύνθετου PMI ήταν πιο αισθητή στη Γερμανία, με τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης να συνεχίζει να υποαποδίδει. Η γερμανική οικονομία ευθύνεται για το 29% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και είναι λογικό να συμπαρασύρει ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ σε στασιμότητα.
Τι θα κάνει, λοιπόν, η ΕΚΤ; Θα μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια για να τονώσει την ανάπτυξη ή θα περιμένει να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός έχει ηττηθεί;
Επειδή η τάση εξασθένησης των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές των προϊόντων συνεχίζεται, παραμένει επικρατέστερο το σενάριο νέας μείωσης των επιτοκίων τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, με την Κριστίν Λαγκάρντ στην ουσία να καταργεί στο εξής το λεγόμενο forward guidance, να μην ανοίγει δηλαδή τα χαρτιά της αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ.
Βέβαια, η εικόνα από το μέτωπο του πληθωρισμού είναι συγκεχυμένη, καθώς ενισχύθηκε ο δείκτης τιμών πρώτων υλών, ενώ ο δείκτης τιμών στις υπηρεσίες υποχώρησε ελαφρώς αλλά παραμένει πάνω από τον ιστορικό του μέσο όρο.
Από τη μία, λοιπόν, δικαιολογούνται τα «περιστέρια» της ΕΚΤ, που ζητούν να μειωθούν περαιτέρω τα επιτόκια, καθώς υπάρχει μεγάλη ανάγκη να δεχθεί ώθηση η ανάπτυξη. Στον αντίποδα, δικαιολογούνται και τα «γεράκια» του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, που τάσσονται υπέρ μίας πιο επιφυλακτικής προσέγγισης, με φόντο την επιμονή του πληθωρισμού και τον κίνδυνο αναθέρμανσης του φαινομένου.
Η εξίσωση που καλείται να λύσει η ΕΚΤ είναι δύσκολη. Αν μειώσει πρόωρα τα επιτόκια και αυξηθεί η ζήτηση, είναι πολύ πιθανό να πάμε σε νέες ανατιμήσεις που θα συντηρήσουν την ακρίβεια. Αν, αντιθέτως, φοβηθεί να τα μειώσει εγκαίρως, τότε στην καλύτερη περίπτωση η Ευρωζώνη θα συνεχίσει να λειτουργεί σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού, με πιθανή ακόμη και μια νέα ύφεση.
Από τη στιγμή, πάντως, που οι πληθωριστικές προσδοκίες συνάδουν με τη σταδιακή εξασθένηση του πληθωρισμού στον στόχο του 2% της ΕΚΤ, αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην ενίσχυση της ανάπτυξης πριν είναι αργά.