Δεν έχουν περάσει είκοσι μέρες από τότε που μας απασχόλησε το ζήτημα της λειψυδρίας στην Ευρώπη, το οποίο σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα για την ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά. Κάποια στιγμή είχαμε αναρωτηθεί πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα.
Είναι γεγονός πως η συγκεκριμένη απορία λύνεται πολύ γρήγορα και εύκολα τους τελευταίους μήνες. Έτσι λοιπόν, η επόμενη εστία σοβαρών ενεργειακών προβλημάτων εμφανίστηκε στην Κίνα, πάλι με αφορμή τις καιρικές συνθήκες και την λειψυδρία. Επίκεντρο των τωρινών κινεζικών προβλημάτων είναι η επαρχία Σιτσουάν, η οποία βρίσκεται στην ενδοχώρα, στα νοτιοδυτικά του Πεκίνου και τα δυτικά της Σανγκάης. Το μεγάλο ατού της επαρχίας, θεωρείται η πρόσβασή της σε φθηνή υδροηλεκτρική ενέργεια, αφού μέσα από αυτήν περνά ο ποταμός Γιανγκ Τσε, ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος κινεζικός ποταμός.
Τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια του ποταμού παράγουν περίπου το 80% της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται στην επαρχία. Η φθηνή και – θεωρητικά τουλάχιστον – πάντα διαθέσιμη ενέργεια είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που αρκετές βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν εργοστάσια στην περιοχή. Το πρόβλημα αυτών των ημερών είναι πως η επαρχία αντιμετωπίζει τις υψηλότερες για την εποχή θερμοκρασίες και ταυτόχρονα τις λιγότερες βροχές από το 1961 (όταν άρχισαν να τηρούνται τα σχετικά αρχεία).
Χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο Bloomberg πως η ποσότητα βροχής που έχει πέσει στις περιοχές γύρω από τον ποταμό από την αρχή του Ιουλίου μέχρι τώρα είναι κατά 45% χαμηλότερη από τον μέσο όρο. Το αποτέλεσμα είναι πως τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια δεν μπορούν να παράξουν την ενέργεια που απαιτεί η φυσιολογική λειτουργία της οικονομίας αφού δεν υπάρχει αρκετό νερό και δεν υπάρχουν και αρκετά θερμοηλεκτρικά εργοστάσια για να αντικαταστήσουν την ενέργεια που λείπει. Το Bloomberg αναφέρει πως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τα υδροηλεκτρικά φράγματα της περιοχής έχει πέσει κατά 51% από το φυσιολογικό για την εποχή.
Έτσι, όπως μαθαίνουμε από τις πληροφορίες των κινεζικών μέσων ενημέρωσης και από τον διεθνή Τύπο, οι τοπικές αρχές έχουν ήδη επιβάλει σημαντικούς περιορισμούς στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Η περιοχή βρίσκεται σε κατάσταση ενεργειακού συναγερμού εδώ και 11 μέρες, με την έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας να μην είναι το μόνο πρόβλημα, καθώς οι αρχές ανησυχούν πάρα πολύ για την επίδραση της ζέστης και της λειψυδρίας στην σοδειά του σιταριού, του καλαμποκιού και του ρυζιού.
Το «δελτίο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος» φαίνεται πως θα παραμείνει σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι και μεθαύριο Πέμπτη. Οι περιορισμοί έχουν διάφορες μορφές. Πέρα από τους προφανείς, όπως η προσαρμογή των θερμοστατών των μηχανημάτων κλιματισμού ή το χαμήλωμα του φωτισμού, υπάρχουν και άλλοι, όπως η μείωση των ωρών λειτουργίας των εμπορικών κέντρων σε ορισμένες πόλεις.
Αυτό όμως που ενδιαφέρει περισσότερο, από την δική μας σκοπιά, είναι η επίδραση των προβλημάτων στην βιομηχανία. Στην περιοχή βρίσκονται πολλά εργοστάσια που έχουν σχέση με την βιομηχανία φωτοβολταϊκών συστημάτων, την βιομηχανία μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, την αυτοκινητοβιομηχανία γενικότερα, την βιομηχανία ηλεκτρονικών. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, το 20% του λιθίου που προορίζεται για μπαταρίες αυτοκινήτων παράγεται στην επαρχία Σιτσουάν, όπως και το 15% του πολυκρυσταλλικού πυριτίου που χρησιμοποιείται στα φωτοβολταϊκά πάνελ.
Πολλές βιομηχανίες έχουν ήδη κλείσει αρκετά εργοστάσια, ή έχουν περιορίσει σημαντικά την παραγωγή τους. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά μόνο σε μερικές περιπτώσεις. Η Toyota ανακοίνωσε πως βάζει σταδιακά σε λειτουργία (με την βοήθεια γεννήτριας) ένα δικό της εργοστάσιο το οποίο παρέμεινε κλειστό την προηγούμενη εβδομάδα. Η βιομηχανία μπαταριών CATL και η αυτοκινητοβιομηχανία BYD έχουν ενημερώσει πως τα δικά τους εργοστάσια υπολειτουργούν και δεν γνωρίζουν πότε θα επανέλθουν στην φυσιολογική κατάσταση. Η εταιρεία εξοπλισμού φωτοβολταϊκών συστημάτων Jinko Solar έχει και σταματήσει την λειτουργία των εργοστασίων της στην περιοχή του Σιτσουάν, χωρίς να μπορεί να πει κάτι σχετικά με το πότε θα αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία τους.
Πρέπει να επισημάνουμε πως η μετεωρολογική υπηρεσία είναι σχετικά αισιόδοξη και προβλέπει πως προς το τέλος της εβδομάδας θα αρχίσει η υποχώρηση του καύσωνα και η εξομάλυνση της κατάστασης. Αν η πρόβλεψη αποδειχθεί σωστή, τότε τα προβλήματα δεν θα γίνουν τόσο μεγάλα ώστε να αρχίζουν να επηρεάζουν σημαντικά την οικονομία της Κίνας και τις εφοδιαστικές αλυσίδες όλων των βιομηχανικών κλάδων που βρίσκονται σε αυτή την κινεζική επαρχία. Σε αντίθετη περίπτωση, τα προβλήματα της επαρχίας θα μεταδοθούν σταδιακά στην υπόλοιπη Κίνα και ίσως και στην παγκόσμια οικονομία.
Ελπίζουμε βέβαια να μην γίνει κάτι τέτοιο, αλλά με την ευκαιρία θα ρίξουμε μία γρήγορη ματιά σε ένα μείζον πρόβλημα της εποχής μας: το κλείσιμο εργοστασίων εξ αιτίας της ενεργειακής κρίσης που πλήττει τον κόσμο είτε λόγω έλλειψης ενέργειας είτε λόγω ακριβής ενέργειας, με την βοήθεια του Reuters και του αρθρογράφου του Andy Home. Ο Home εστιάζει τον προβληματισμό του στην βιομηχανία των βασικών βιομηχανικών μετάλλων και αναφέρει αρκετές περιπτώσεις ευρωπαϊκών βιομηχανικών επιχειρήσεων που έχουν επιλέξει ή αναγκαστεί να κλείσουν κάποια εργοστάσιά τους.
Η αγγλική Glencore έχει σχεδόν απενεργοποιήσει ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ψευδαργύρου στην Ιταλία και προ δεκαημέρου ενημέρωσε τους επενδυτές πως και τα υπόλοιπα εργοστάσιά της στον συγκεκριμένο τομέα επιτυγχάνουν οριακή κερδοφορία λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους, προειδοποιώντας τους επενδυτές για πιθανά προβλήματα επάρκειας ψευδαργύρου. Η Βελγική Nyrstar ανακοίνωσε και αυτή πως θα βγάλει εκτός λειτουργίας ένα από τα τρία χυτήρια ψευδαργύρου που λειτουργεί, λόγω του υψηλού κόστους της ενέργειας, ενώ τα άλλα δύο θα λειτουργούν με μειωμένη δυναμικότητα.
Η ανακοίνωση της νορβηγικής Norsk Hydro πως θα κλείσει το εργοστάσιο αλουμινίου στην Σλοβακία, ανεβάζει σε τέσσερα τα εργοστάσια παραγωγής αλουμινίου που έχουν σταματήσει την λειτουργία τους τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Εδώ αξίζει να επισημάνουμε πως αντίστοιχες εξελίξεις έχουμε δει και στις ΗΠΑ, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτήν της Century Aluminium, η οποία ανακοίνωσε τον Ιούνιο που μας πέρασε το κλείσιμο ενός μεγάλου εργοστασίου παραγωγής πρωτογενούς αλουμινίου στην πολιτεία του Κεντάκι, για χρονικό διάστημα εννέα έως δώδεκα μηνών. Η ανακοίνωση της εταιρείας ξεκαθάρισε πως ο βασικός λόγος για το κλείσιμο του εργοστασίου είναι η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους.
Παρακολουθώντας την συνεχή άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, η οποία παρασύρει και αυτή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι λογικό να μην νοιώθουμε και πολύ καλά, αφού είναι σχεδόν προφανές πως όσο αυτή η κατάσταση συνεχίζεται θα αυξάνονται οι πιθανότητες να δούμε και άλλα εργοστάσια να περνούν σε κατάσταση αδράνειας, σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας, ειδικά σε αυτούς που χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ενέργειας, όπως αρκετοί τομείς της μεταλλουργίας.
Πέρα από το μεγάλο πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη που συνεπάγεται το κλείσιμο εργοστασίων, ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι πως η μείωση της παραγωγής, στην Ευρώπη και αλλού, μπορεί να δημιουργήσει νέες ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, με προφανή τον κίνδυνο νέας ανόδου στις τιμές των μετάλλων την στιγμή που δίνεται μία μεγάλη μάχη για την τιθάσευση του πληθωρισμού. Επανερχόμενοι σε κάτι που είπαμε στην αρχή, δεν θα αναρωτηθούμε τι μπορεί να πάει χειρότερα.