Στο…μέτωπο του ΦΠΑ το οικονομικό επιτελείο έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Βοήθησε και η συγκυρία με την πανδημία, η οποία μας…ανάγκασε να εξοικειωθούμε με τις ηλεκτρονικές πληρωμές, συνέβαλε και η επέκταση των POS παντού και οι εισπράξεις από τον φόρο προστιθέμενης αξίας θα φτάσουν φέτος πάνω από τα 25 δισ. ευρώ, ποσό που ουδέποτε έχει καταγραφεί στην Ελλάδα στο παρελθόν ακόμη και σε περιόδους που είχαμε υψηλότερο ονομαστικό ΑΕΠ.
Στους έμμεσους φόρους, επομένως, πάμε καλά. Οι ελεγκτικές αρχές έριξαν το βάρος στο να αποτυπωθεί όσο το δυνατόν περισσότερος τζίρος στη λιανική -με τα κίνητρα και τα αντικίνητρα για την έκδοση αποδείξεων, με τα POS με τους ελέγχους με τις εφαρμογές για τον έλεγχο εγκυρότητας αποδείξεων- και τώρα θερίζουν τους καρπούς αυτής της προσπάθειας, η οποία αναμένεται ότι θα αποδώσει περισσότερο και τα επόμενα χρόνια.
Όμως, η μάχη κατά της φοροδιαφυγής δεν έχει τελειώσει. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι τα δύσκολα είναι μπροστά καθώς το μέτωπο της άμεσης φορολογίας παραμένει ανοικτό και τεράστιο. Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα όλων των φυσικών προσώπων μπορούν -παρά την αύξηση των τελευταίων ετών και μετά τη συμβολή των τεκμηρίων- να περιορίζονται στα 100-110 δισ. ευρώ αλλά οι εκτιμήσεις για την ιδιωτική κατανάλωση να κάνουν λόγο για ποσό άνω των 160 δισ. ευρώ;
Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εμφανίζουν ατομικά εισοδήματα άνω των 20-30.000 ευρώ τον χρόνο; Πώς γίνεται ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, με συντελεστές που φτάνουν και στο 44%, να αποδίδει λιγότερα από 15 δισ. ευρώ τον χρόνο και ο ΦΠΑ να φτάνει να εισφέρει τα διπλά;
Η κυβέρνηση υπόσχεται -σε ανώτατο επίπεδο- ότι τους πόρους που θα εξασφαλίσει από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής θα τους διαθέσει κυρίως για τη μείωση των άμεσων φόρων, τους οποίους -όπως φαίνεται- πληρώνουν οι λίγοι συνεπείς.
Όμως, για να γίνουν περισσότεροι αυτοί οι πόροι, χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εντοπισμού του «μαύρου χρήματος» που εξακολουθεί να κυκλοφορεί σε τεράστιες ποσότητες. Το ότι αυτό το χρήμα εντοπίστηκε, σε έναν βαθμό στην κατανάλωση και φορολογήθηκε μέσω της έμμεσης φορολογίας δεν λέει κάτι. Το ότι θεσπίστηκε το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που δεν πλήρωναν καθόλου φόρο, κλήθηκαν για πρώτη φορά το 2024 να βάλουν το χέρι στην τσέπη, συνιστά μια κίνηση υπέρ της τόνωσης των δημοσίων εσόδων, όμως δεν αποτελεί χτύπημα στη φοροδιαφυγή. Δεν αυξάνονται τα δηλωθέντα εισοδήματα στο Ε3 και στο Ε1 επειδή υπάρχουν τα ελάχιστα τεκμαρτά εισοδήματα. Απλώς αυξάνεται ο φόρος που βεβαιώνεται.
Όσο θα αποδεχόμαστε ότι οι 9 στις 10 εταιρείες στην Ελλάδα λειτουργούν επί σειρά ετών με ζημιές, όσο θα παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο στις προσωπικές εταιρείες, όσο η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων θα δηλώνει καθαρά κέρδη μερικών χιλιάδων ευρώ τον χρόνο και θα μένουν μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί να καταβάλλουν τον περισσότερο φόρο εισοδήματος, ουδείς θα μπορεί να υποστηρίζει ότι «πάμε καλά» στον πόλεμο κατά της φοροδιαφυγής. Η Ελλάδα εμφανίζει ελάχιστες εισπράξεις από την άμεση φορολογία αναλογικά με το ΑΕΠ της και αυτό είναι πέρα για πέρα κοινωνικά άδικο.