H ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε πως θα δημιουργήσει ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο (sovereign fund) αρχικού ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ με σκοπό την ενίσχυση επιχειρήσεων που θεωρεί πως έχουν στρατηγική σημασία για την χώρα.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, αυτή η εξέλιξη είναι συμβατή με το όραμα της πρωθυπουργού Τζόρτζα Μελόνι για την ενίσχυση της ιταλικής βιομηχανίας και τη διασφάλιση καίριων εφοδιαστικών αλυσίδων. Η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου βιομηχανίας αναφέρει πως το ταμείο θα επιδιώξει να «τονώσει την ανάπτυξη και τη σταθεροποίηση των εθνικών στρατηγικών εφοδιαστικών αλυσίδων, καθώς και την προμήθεια κρίσιμων πρώτων υλών».
Το συγκεκριμένο μέτρο εγκρίθηκε κατά την συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της Τετάρτης και αποτελεί μέρος του νομοσχεδίου που έχει σαν σκοπό την προώθηση του «Made in Italy». Στη συνέχεια αναμένεται να προωθηθεί προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο της χώρας, πράγμα που σημαίνει πως δεν αποκλείεται να υποστεί αρκετές τροποποιήσεις.
Νωρίτερα μέσα στον Μάιο, ο υπουργός επιχειρηματικότητας Αντόλφο Ούρσο είχε δηλώσει πως αυτό το ταμείο θα βοηθήσει την «προώθηση οικονομικής βοήθειας που θα προέρχεται από το δημόσιο αλλά και από συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες και άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες».
Όπως σημειώνουν οι συντάκτες του Bloomberg, η κίνηση της ιταλικής κυβέρνησης έρχεται τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιταλία κινούνται πιο δυναμικά προκειμένου να αντισταθούν στην αυξανόμενη οικονομική ισχύ της Κίνας, ειδικά σε κάποιους κρίσιμους τομείς όπως οι μικροεπεξεργαστές και η πράσινη ενέργεια. Η Ιταλία υποστηρίζει και την ανάγκη δημιουργίας επενδυτικού ταμείου της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό την υποστήριξη της βιομηχανικής πολιτικής της Ε.Ε.
Σε μία άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, η κυβέρνηση της χώρας ανακοίνωσε την Τετάρτη πως χθες Πέμπτη θα άρχιζε η εφαρμογή ενός νέου νόμου ο οποίος θα δίνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να περιορίζει το μέγεθος των ξένων επενδύσεων σε επιχειρήσεις της χώρας ή και να απαγορεύει πλήρως μία επένδυση πάνω στην βάση της προστασίας της εθνικής ασφάλειας.
Η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου αμύνης ανέφερε πως αυτή η νομοθεσία έχει σαν σκοπό την προστασία επιχειρήσεων με σημαντικό πνευματικό κεφάλαιο απέναντι στην ανεπιθύμητη μεταφορά γνώσης. Όπως προείπαμε, είναι η πρώτη φορά που η Ολλανδία αποφασίζει να δώσει τέτοιες εξουσίες στην κυβέρνησή της, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες που συνηθίζουν να εξετάζουν σε βάθος τις επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ ξένων και ολλανδικών εταιρειών.
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η κίνηση έχει σχέση με την συνολική επανεξέταση των εμπορικών και επιχειρηματικών σχέσεων μεταξύ της Ολλανδίας και της Κίνας. Αυτό είπε λίγο πολύ η υπουργός οικονομικών ζητημάτων και κλιματικής πολιτικής Μίκυ Άντριανσενς σε συνέντευξή της στην ολλανδική εφημερίδα De Telegraaf.
Αφού επισήμανε πως η Ολλανδία έχει πολύ στενές επιχειρηματικές σχέσεις με την Κίνα (δεύτερη στην Ε.Ε. μετά την Γερμανία) και τόνισε πως οι σχέσεις αυτές είναι πολύ σημαντικές, πρόσθεσε πως θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στις περιπτώσεις που η ιδιοκτησία και η γνώση σε κρίσιμους επιχειρηματικούς τομείς θα μπορούσε να περάσει στα χέρια κάποιων κρατών.
Την ώρα που η Ιταλία και η Ολλανδία αποφασίζουν να περιχαρακώσουν την οικονομία και τις βιομηχανίες τους για να τις προστατέψουν από κάποιες «επικίνδυνες χώρες», εγκαταλείποντας κάποιες από τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας και πλησιάζοντας προς τον προστατευτισμό, φαίνεται πως η Γερμανία αποφασίζει να είναι πιο ανοικτή απέναντι στον έξω κόσμο.
Αφορμή για αυτή την παρατήρηση είναι ένα άρθρο του Bloomberg στο οποίο βλέπουμε πως ένας από τους πιο κλειστούς επιχειρηματικούς τομείς της χώρας έχει αποφασίσει να γίνει πολύ πιο ανοικτός στις διεθνείς συνεργασίες. Αναφερόμαστε σε μία μεγάλη ομάδα γερμανικών επιχειρήσεων οι οποίες συνολικά αποκαλούνται «Mittelstand».
Πρόκειται για επιχειρήσεις σημαντικού αλλά όχι πολύ μεγάλου μεγέθους, οι οποίες συνήθως ελέγχονται πλήρως από τις οικογένειές των ιδρυτών τους, έχουν ιστορία πολλών δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων ετών και δραστηριοποιούνται με μεγάλη επιτυχία σε πολλούς εξειδικευμένους τομείς της βιομηχανίας.
Οι συντάκτες του άρθρου παρατηρούν πως τον τελευταίο καιρό, κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις αποφασίζουν να ανοιχτούν και να παραχωρήσουν μετοχικά μερίδια σε επενδυτές απ’ όλον τον κόσμο. Τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι αυτά της Schmid, εταιρείας που παράγει προηγμένο εξοπλισμό για εργοστάσια ηλεκτρονικών, της Messer, εταιρείας που παράγει βιομηχανικά αέρια και της Viessmann η οποία δραστηριοποιείται στην βιομηχανία θέρμανσης και ψύξης. Η Schmid (με ιστορία 169 ετών) αποφάσισε προ ημερών να εισαγάγει τις μετοχές της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η Messer (με ιστορία 125 ετών) αποφάσισε να πουλήσει μερίδιο 25% στο κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σινγκαπούρης GIC και η Viessmann (ηλικίας 106 ετών) συμφώνησε να πουλήσει μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της στην αμερικανική εταιρεία Carrier.
Σύμφωνα με τον Ντίτριχ Μπέκερ, πρόεδρο της επενδυτικής εταιρείας Perella Weinberg Partners του Λονδίνου, πολλές γερμανικές εταιρείες, όχι μόνο αυτές του Mittelstand, ψάχνουν για κεφάλαια που θα τις βοηθήσουν στον μετασχηματισμό τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής. Ο Μπέκερ υποστηρίζει πως τα ιδιωτικά κεφάλαια θα βοηθήσουν τις γερμανικές εταιρείες όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν ταλαντούχους εργαζόμενους.
Η άποψη του Μπέκερ σχετικά με τα ανοίγματα των γερμανικών επιχειρήσεων προς τους ξένους επενδυτές μας θύμισε κάτι που είδαμε στο χθεσινό Black Box και αφορούσε στην διαφορά απόψεων της ηγεσίας δύο αυτοκινητοβιομηχανιών πάνω στο θέμα της αντιμετώπισης των προκλήσεων κάθε είδους από την Κίνα. Ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλο-ιταλο-αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Stellantis δήλωσε πως είναι λογική η προσωρινή προσφυγή σε κάποια μορφή προστατευτισμού για την αντιμετώπιση των κινεζικών εισαγωγών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη, ο ομόλογός του της γερμανικής Mercedes Benz διαφώνησε λέγοντας πως η σωστή λύση είναι η προσήλωση στην τεχνολογική πρόοδο και την καινοτομία.
Η περίπτωση της διαφωνίας μεταξύ των ηγετών των δύο μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών σίγουρα δεν αποτελεί ακριβή αναλογία με ό,τι είδαμε σήμερα σχετικά με τις κινήσεις της ιταλικής και της ολλανδικής κυβέρνησης σε αντιδιαστολή με τον τρόπο που κινούνται οι γερμανικές επιχειρήσεις. Μην ξεχνάμε και την εντελώς διαφορετική εμπορική σχέση που έχει η Γερμανία με την Κίνα απ’ ότι οι περισσότερες άλλες χώρες της Ε.Ε.
Πιστεύουμε όμως πως σε γενικές γραμμές δείχνει τους δύο διαφορετικούς δρόμους που υπάρχουν αυτή την στιγμή για την ευρωπαϊκή βιομηχανία: αυτόν της περιχαράκωσης και της προστασίας από πιθανώς εχθρικές χώρες με την άμεση βοήθεια του κράτους και αυτόν του ανοίγματος προς τα έξω και της προσπάθειας αντιμετώπισης των προκλήσεων μέσα από την τεχνολογική πρόοδο και την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Τα πράγματα βεβαίως δεν είναι τόσο απλά, η άποψή μας όμως είναι πως αυτό το «δίλημμα» είναι όντως υπαρκτό. Η περαιτέρω συζήτηση για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτών των δύο προσεγγίσεων θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αλλά θα προτιμήσουμε να την αφήσουμε για μία άλλη φορά. Κάτι μας λέει πως το θέμα θα μας απασχολήσει και πάλι σύντομα.