Η κινεζική κυβέρνηση ζήτησε από όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες και όλες τις επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κινεζικό δημόσιο να αντικαταστήσουν όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που έχουν κατασκευαστεί από «ξένες» εταιρείες. Η απόφαση δεν είναι τυχαία, καθώς η Κίνα σταδιακά απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Δύση, τις επιχειρήσεις και την τεχνολογία της. Τώρα πλέον νοιώθει έτοιμη να στηριχθεί στις δικές της τεχνολογικές δυνάμεις και να απεξαρτηθεί ολοκληρωτικά από τα Δυτικά δεσμά.
Την προηγούμενη Παρασκευή, κόντρα στο πολύ κακό χρηματιστηριακό κλίμα ανά τον κόσμο, οι μετοχές των κινεζικών εταιρειών που κατασκευάζουν προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το λογισμικό που χρησιμοποιούν σημείωσαν αξιοσημείωτη άνοδο. Η μεγάλη κατασκευάστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών Lenovo είδε την μετοχή της να καταγράφει κέρδη της τάξης του 5%, ενώ στην αρχή της ημέρας σημείωνε πτώση στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ.
Παρόμοια κίνηση, στο ίδιο χρηματιστήριο, έκανε η μετοχή της εταιρείας λογισμικού Kingsoft. Στο χρηματιστήριο της Κίνας, μετοχές αντίστοιχων εταιρειών, όπως η Inspur Electronics, Inspur Software, Dawning Information και China National Software and Service κινήθηκαν με παρόμοιο τρόπο. Οι κινήσεις αυτές δεν ήταν καθόλου τυχαίες, όπως μαθαίνουμε από το Bloomberg. Αφορμή για την ξαφνική τους άνοδο ήταν η είδηση πως η Κινεζική ηγεσία έδωσε εντολή σε όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες και τις διοικήσεις των υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεων να αντικαταστήσουν, εντός της επόμενης διετίας, όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα συστήματα λογισμικού αλλοδαπής προελεύσεως με αντίστοιχα κατασκευασμένα από κινεζικές εταιρείες.
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς του πρακτορείου, μόνο οι κυβερνητικές υπηρεσίες θα «πετάξουν» τουλάχιστον πενήντα εκατομμύρια ηλεκτρονικούς υπολογιστές κατασκευασμένους από εταιρείες με έδρα εκτός Κίνας και θα τους αντικαταστήσουν με νέους κατασκευασμένους από κινεζικές επιχειρήσεις. Για το τι θα γίνει με τις εταιρείες υπό τον έλεγχο του κινεζικού κράτους δεν έχουμε δει κάποιες σχετικές εκτιμήσεις. Είναι βέβαιο όμως πως ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσωπικών υπολογιστών, desktop ή laptop, αλλά και servers, θα είναι σε δύο χρόνια αμιγώς κινεζικής προελεύσεως και θα χρησιμοποιεί κινεζικής προελεύσεως λειτουργικά συστήματα και βασικό λογισμικό, εκτοπίζοντας ισάριθμα συστήματα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων προερχόταν από επιχειρήσεις αμερικανικών συμφερόντων.
Τα προχθεσινά νέα δεν αποτελούν έκπληξη, καθώς είναι γνωστό πως η Κίνα επιθυμεί να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση σε όλους τους κρίσιμους και στρατηγικής σημασίας τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Υπό την ηγεσία του προέδρου Xi Jinping αυτή η στρατηγική κατεύθυνση έχει αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη σημασία από πριν. Η αποφασιστικότητα της κινεζικής ηγεσίας έγινε ακόμα μεγαλύτερη μετά την έναρξη του «εμπορικού πολέμου» μεταξύ της χώρας και των ΗΠΑ, ο οποίος πήρε ουσιαστικές διαστάσεις επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ αλλά δεν έχει σταματήσει καθόλου από την στιγμή που ανέλαβε την διακυβέρνηση των ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν, για να μην πούμε πως σε ορισμένους τομείς έχει γίνει ακόμα πιο σκληρός. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής απόφαση, πολλά προγράμματα βρίσκονται σε εξέλιξη. Κάποια από αυτά, όπως αυτό των μικρών γιγάντων (Little Giants), το Made in China 2025, το πρόγραμμα ενίσχυσης των υποδομών και το πρόγραμμα Xinchuang έχουν άμεση σχέση με προηγμένες τεχνολογίες.
Με το πρόγραμμα Little Giants οι κινεζικές αρχές ενισχύουν χιλιάδες κινεζικές νεοφυείς επιχειρήσεις του τεχνολογικού κλάδου, προσπαθώντας να αναπτύξουν κάτι ανάλογο με την αμερικανική Silicon Valley. Το πρόγραμμα ενίσχυσης υποδομών δίνει πολύ μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας 5G σε συνδυασμό με την εγκατάσταση δισεκατομμυρίων καμερών παρακολούθησης και αισθητήρων, περιλαμβάνει ενίσχυση των σιδηροδρομικών δικτύων της χώρας και των υποδομών του δικτύου μεταφοράς ενέργειας.
Για αυτό το πρόγραμμα αναμένεται να ξοδευτούν 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από το 2020 μέχρι το 2025. Το πρόγραμμα Made in China 2025, το οποίο έχει ξεκινήσει από το 2015, στοχεύει στην εδραίωση της Κίνας ως της σημαντικότερης δύναμης σε διάφορους τομείς όπως η ρομποτική, η βιοτεχνολογία, η αεροδιαστημική τεχνολογία, το λογισμικό, οι σιδηροδρομικές υποδομές, τα οχήματα νέας γενιάς, η κατασκευή υλικών για ειδικές χρήσεις όπως π.χ. οι οθόνες και τα ηλιακά πάνελ. Μέσα από το ίδιο πρόγραμμα σχεδιάζεται και η μελλοντική κινεζική κυριαρχία στην τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης. Το πρόγραμμα Xinchuang εστιάζει στις πρωτοποριακές εφαρμογές της πληροφορικής, κυρίως στον τομέα των τραπεζικών εργασιών και της οργάνωσης κυβερνητικών υπηρεσιών.
Για όλα αυτά τα προγράμματα, και για άλλα που τρέχουν παράλληλα, θα ξοδευτούν πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια. Κανείς δεν μπορεί είναι σίγουρος πως όλα αυτά θα πετύχουν τον σκοπό τους, κάποια από αυτά τα δολάρια θα αποδειχθούν πεταμένα λεφτά. Οι δυτικές εταιρείες, κατά κύριο λόγο αμερικανικές, όμως ξέρουν πως δεν μπορούν να κοιμούνται ήσυχες. Πάλι από το Bloomberg, μαθαίνουμε πως εδώ και αρκετό καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη μία διαδικασία μέσω της οποίας μία ειδική επιτροπή, για την οποία δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, επιλέγει τις εταιρείες που θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα Xinchuang.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως καταρτίζεται ο κατάλογος των κινεζικών εταιρειών που θα επιτρέπεται να προμηθεύουν με προϊόντα και υπηρεσίες όλες τις κινεζικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με οτιδήποτε έχει σχέση με τους τομείς της τεχνολογίας που καλύπτει το πρόγραμμα. Στην ουσία, αυτές οι επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν τις ξένες επιχειρήσεις που μέχρι τώρα παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες και πουλάνε τέτοια προϊόντα. Οι εταιρείες που επιλέγονται από την επιτροπή θα συμμετάσχουν και στην προσπάθεια καθορισμού των standards των τεχνολογικών τομέων που καλύπτει το Xinchuang, ενώ η επιτροπή θα έχει και το έργο της εκπαίδευσης των μελλοντικών χρηστών λογισμικού για ευαίσθητες χρήσεις.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Bloomberg, μέχρι το τέλος του 2021 είχαν επιλεγεί σχεδόν 2.000 εταιρείες που κατασκευάζουν υπολογιστές, μικροεπεξεργαστές, εξοπλισμό για τη διασύνδεση δικτύων και παράγουν λογισμικό. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως οι κινεζικές εταιρείες δε φαίνεται να ενοχλούνται πολύ από αυτές τις εξελίξεις, και αυτό δεν είναι παράλογο, καθώς οι περισσότερες από αυτές έχουν θορυβηθεί πάρα πολύ από τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ κυνήγησαν τη Huawei και ανάγκασαν και όλους τους συμμάχους τους να κάνουν το ίδιο, όπως και από τη δημιουργία των διαφόρων black lists με ονόματα κινεζικών εταιρειών που θεωρούνται επικίνδυνες και ανεπιθύμητες.
Τα προχθεσινά νέα δείχνουν δύο πράγματα σχετικά με τις προθέσεις της Κινεζικής ηγεσίας. Το πρώτο είναι πως δεν έχει πλέον καμία αμφιβολία για την ορθότητα της στρατηγικής της επιλογής για την απόκτηση τεχνολογικής αυτονομίας και σταδιακό κόψιμο της εξάρτησης από τη δυτική και κυρίως την αμερικανική τεχνολογία. Το δεύτερο είναι, πως οι Κινέζοι ιθύνοντες πιστεύουν πως η χώρα είναι ήδη (ή θα είναι πολύ σύντομα) ικανή να σταθεί στα πόδια της στους πιο κρίσιμους τομείς της τεχνολογίας. Για το δεύτερο, δεν είμαστε και πολύ σίγουροι πως έχουν δίκιο. Για το πρώτο, είμαστε βέβαιοι πως είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή της χώρας, από τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν δείξει ξεκάθαρα πως δεν εμπιστεύονται την κινεζική ηγεσία και δεν επιθυμούν να τη βοηθήσουν περαιτέρω στην τεχνολογική της αναβάθμιση.
Κάποιος θα μπορούσε βέβαια να πει πως οι ΗΠΑ, προκειμένου να εξασφαλίζουν φθηνά προϊόντα για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές τους, αναβάθμισαν τόσο πολύ τις δυνατότητες της Κίνας και των επιχειρήσεών της που θυμήθηκαν λίγο αργά πως είναι επικίνδυνο για τη χώρα τους. Ανεξάρτητα πάντως από τις δικές μας απόψεις, η απόφαση της Κίνας για σταδιακή έξωση των «αλλοδαπών», δηλαδή κατ’ ουσία των αμερικανικών, υπολογιστών από τον δημόσιο τομέα (και αργότερα και από τον ιδιωτικό, κατά τη δική μας εκτίμηση), απλώς επιβεβαιώνει πως πέρα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο σιωπηρός πόλεμος μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής βρίσκεται σε πλήρη πλέον εξέλιξη, και μάλλον θα κρατήσει για πολλά χρόνια ακόμα.